ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ
Για την εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος
«...Μας χρειάζεται κατά πρώτο λόγο μια εφημερίδα. Χωρίς αυτή είναι αδύνατο να διεξάγεται συστηματική, βασισμένη σε αρχές και ολόπλευρη προπαγάνδα και ζύμωση, πράγμα που αποτελεί μόνιμο και κύριο καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας γενικά και ένα εξαιρετικά επιτακτικό καθήκον της σημερινής στιγμής, τώρα που μέσα στα πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον για την πολιτική, για τα ζητήματα του σοσιαλισμού... Ο ρόλος όμως της εφημερίδας δεν περιορίζεται μόνο στη διάδοση ιδεών, μόνο στην πολιτική διαπαιδαγώγηση και την προσέλκυση πολιτικών συμμάχων. Η εφημερίδα δεν είναι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και συλλογικός διαφωτιστής, μα και συλλογικός οργανωτής...».
(Β. Ι. Λένιν, «Από πού να αρχίσουμε», Απαντα, Τόμος 5 σελ.... )
Από την περίοδο αυτή που ο Λένιν έγραψε αυτά για την εφημερίδα του Κόμματος, δίνοντάς της το χαρακτήρα που πρέπει να έχει, το ρόλο της στην κομματική δράση, το περιεχόμενό της, όλα αυτά τα στοιχεία έχουν αναπτυχθεί στο έπακρο, έχουν πάρει τεράστιες διαστάσεις. Και αυτό οφείλεται στους παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις και τη διαπάλη στις σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού που βρίσκεται στο ανώτατο μονοπωλιακό του στάδιο, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, εποχή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Το καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος να προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή να δρα για τη συγκέντρωση των δυνάμεων της επανάστασης σε συνθήκες μη επαναστατικής κατάστασης είναι αφάνταστα πιο σύνθετο απ' ό,τι στις αρχές του 20ού αιώνα. Η αντεπανάσταση, η προσωρινή ήττα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος έχει πολλαπλασιάσει τις δυσκολίες απέναντι σε έναν αντίπαλο που μοιάζει ανίκητος αλλά δεν είναι. Σ' αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες, αποκτούν τεράστια σημασία όλα τα χαρακτηριστικά που έδινε ο Λένιν στην εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η αναγκαιότητα της ύπαρξης εφημερίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος ως οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής πηγάζει πρώτ' απ' όλα από την αναγκαιότητα της καθημερινής ενιαίας δράσης του Κόμματος με τη στρατηγική του. Επομένως, απαιτείται καθημερινά η εξασφάλιση της ικανότητας να δουλεύουμε ενιαία με την πολιτική γραμμή στον ίδιο στόχο, για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, για την οικοδόμηση του Κόμματος, πιάνοντας επαφές, χτίζοντας γερές Οργανώσεις. Να δουλεύουμε για τον απεγκλωβισμό, τη χειραφέτηση από την αστική ιδεολογία και πολιτική, από τον οπορτουνισμό, την απόσπαση από τα άλλα κόμματα, εργατών και εργατριών, αλλά και δυνάμεων από τους φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους, την οργάνωσή τους στο ταξικό κίνημα, τη σύνδεση αυτής της δουλειάς με το μπόλιασμα του εργατικού, του λαϊκού κινήματος με αντιμονοπωλιακά, αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, με την οργάνωση της λαϊκής συμμαχίας που θα συγκρουστεί με τον ταξικό αντίπαλο θα τον ανατρέψει από την εξουσία, θα εγκαθιδρύσει την εργατική εξουσία για να οικοδομήσει το σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Που σημαίνει δράση στο έδαφος του καπιταλισμού, στις σημερινές αντίξοες συνθήκες, από το Κομμουνιστικό Κόμμα για να προετοιμάζεται ο υποκειμενικός παράγοντας. Και δεν ξεχωρίζει, ίσα - ίσα συνδέεται διαλεκτικά, η πάλη για τα άμεσα προβλήματα με την προοπτική της διεξόδου στο ζήτημα της εξουσίας, που προβάλλει και παλεύει το ΚΚΕ. Η δράση για τη συγκρότηση της συμμαχίας γίνεται στο έδαφος της πάλης για τα λαϊκά προβλήματα με πολιτική, περιεχόμενο και προσανατολισμό την πάλη ενάντια στα μονοπώλια, ενάντια στο κεφάλαιο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος που να βοηθά στη συσπείρωση δυνάμεων σε αγώνες που να αναδείχνουν και να χτυπούν τη ρίζα των προβλημάτων, να συμβάλλει στη ματαίωση χειρότερων μέτρων, στη σχετική βελτίωση της ζωής, στη συνειδητοποίηση της διεξόδου σε όφελος της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων, των φτωχών αγροτών, όλων όσους τσακίζουν τα μονοπώλια και η εξουσία τους.
Αρα σ' αυτό το έδαφος, δρα για την ταξική ενότητα της εργατικής τάξης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, στην ενδυνάμωση του ρόλου της ως κοινωνικής δύναμης που θα τραβά στη Λαϊκή Συμμαχία και τ' άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα ενάντια στα μονοπώλια.
Απ' αυτήν την άποψη, οι κομμουνιστές, στελέχη και μέλη και βεβαίως οι οπαδοί μας δε φτάνει να ξέρουμε γενικά το σκοπό μας, αλλά και να είμαστε σε θέση να εκλαϊκεύουμε πειστικά το σχέδιό μας, να καθοδηγούμε με βάση αυτό, σε κάθε φάση του αγώνα και τώρα που ακόμα δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση, ακόμα και αν αύριο παλεύουμε κάτω από πιο δύσκολες συνθήκες.
Στις σύγχρονες συνθήκες, μπροστά στο Κομμουνιστικό Kόμμα, υψώνονται νέες, ακόμα μεγαλύτερες, απαιτήσεις του ιδεολογικού αγώνα, της πάλης των ιδεών μέσα στις γραμμές του κινήματος, η ανάγκη, δίπλα στο βασικό στόχο να αδυνατίσουν οι αστικές αντιλήψεις και τα αστικά ιδεολογήματα, να δεχτεί ιδεολογικοπολιτικό πλήγμα ο οπορτουνισμός. Ο Λένιν ήταν φανατικός πολέμιος του οπορτουνισμού. Την πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό στη Ρωσία, τη θεωρούσε θεμελιακό ζήτημα για την οργάνωση του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, θεωρούσε ως έναν από τους θεμελιακούς όρους για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης την αδιάλλακτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό μέχρι την ήττα του.
Σήμερα, η καθημερινή μας δράση για την οργάνωση της ταξικής πάλης γίνεται σε ανομοιόμορφες από την άποψη της πείρας, της ταξικής πολιτικής συνείδησης, εργατικών δυνάμεων, ή ακόμη και από την άποψη διαφορετικών συμφερόντων, αφού επιδιώκουμε την κοινή δράση με τμήματα μικροαστικών στρωμάτων που αντικειμενικά έχουν συμφέρον από την ανατροπή των μονοπωλίων για το τράβηγμά τους στην ταξική πάλη. H είσοδος στον αγώνα νέων λαϊκών μαζών, με μειωμένη ή και με ελάχιστη κοινωνική και πολιτική πείρα, πρέπει να στηρίζεται με την έντονη ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση του Kόμματος. H πάλη των ιδεών πρέπει να διαποτίζει την πρακτική δράση και να αποκτά και προτεραιότητα στους μισθωτούς εργαζόμενους, στο χώρο δουλειάς και κατοικίας.
H μάχη των ιδεών είναι προϋπόθεση οργάνωσης των εργατικών, των λαϊκών δυνάμεων. H ιδεολογική αντεπίθεση παίζει σήμερα, περισσότερο από πριν, ρόλο οργανωτικού παράγοντα στην αφύπνιση λαϊκών μαζών, πριν απ' όλα εργατοϋπαλλήλων, μισθωτών, της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης, της νεολαίας, αλλά και των φτωχών αγροτών και αυτοαπασχολουμένων, ως σύμμαχοι των εργατών.
Η εξασφάλιση, επομένως, της ενιαίας δράσης στις σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού, με όλη τη συνθετότητα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, άρα και τη συνθετότητα της κομματικής δουλειάς και των καθημερινών καθηκόντων, είναι αδύνατο να πραγματοποιείται χωρίς την καθημερινή μελέτη και διάδοση της εφημερίδας, οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, του «Ριζοσπάστη».
Το περιεχόμενο της εφημερίδας αντανακλά την καθημερινή εξελισσόμενη κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα στη χώρα μας και διεθνώς, γενικά αλλά και τα διάφορα μέτωπα πάλης, μέσα από τη διεισδυτική ματιά στη ζωή της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Δεν είναι μόνο η γενική ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία και πολιτική και τον οπορτουνισμό. Αλλά η καταγραφή, η αποκάλυψη και ο σχολιασμός των συνθηκών που δουλεύει η εργατική τάξη στους τόπους δουλειάς και στους κλάδους, στις εργατογειτονιές. Εκεί που αλλάζει ο συσχετισμός σε κατεύθυνση ριζοσπαστική. Επίσης, ρίχνουμε το βάρος εκεί που δουλεύουν και ζουν οι σύμμαχες κοινωνικές δυνάμεις της εργατικής τάξης, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι φτωχοί αγρότες, αλλά και οι νέοι και οι γυναίκες των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Και εκεί βεβαίως που σπουδάζουν τα παιδιά του λαού. Και όχι μόνον στα άμεσα στενά δικά τους προβλήματα, αλλά και στα γενικότερα, έτσι που να επιδρούμε, ώστε να ωριμάζει η συνείδηση για την αναγκαιότητα της ταξικής ενότητας δράσης της εργατικής τάξης, της κοινωνικής συμμαχίας ενάντια στον κοινό αντίπαλο, αλλά και για τη δική τους πολιτική διεξόδου, την εργατική, λαϊκή εξουσία.
Βεβαίως, καθημερινά στην εφημερίδα γίνεται συστηματική προσπάθεια για την ανάδειξη των προβλημάτων των εργαζομένων, η αποκάλυψη των αιτιών τους, η ανάδειξη του ταξικού αντίπαλου, η αποκάλυψη του ρόλου του οπορτουνισμού μέσα από τη δική του πολιτική σε όλ' αυτά τα ζητήματα, μέσα στο κίνημα, στην ταξική πάλη εκεί που η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη συμβάλλει στο να ωριμάζει η ταξική συνείδηση, συμβάλλοντας στην αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων. Η εφημερίδα δίνει καθημερινά, επιχειρήματα, αναδεικνύει πτυχές της διαπάλης, δίνει εφόδια για δράση.
Η ανάδειξη αυτών των ζητημάτων, επομένως, καθημερινά πρέπει να γίνεται υπόθεση συστηματικής δουλειάς με την εφημερίδα μέσα στους τόπους δουλειάς, στις εργατογειτονιές, στα πανεπιστήμια, στα μικρομάγαζα, στα χωριά κ.λπ. και συμβάλλει και στην οργάνωση στο κίνημα και στο Κόμμα, στην ανάπτυξη των ταξικών αγώνων.
Απ' αυτήν την άποψη, ο «Ριζοσπάστης», είναι το πιο αξεχώριστο όπλο με τη δράση την ατομική και τη συλλογική των κομμουνιστών κάθε μέρα. Και μας εξασφαλίζει τη δυνατότητα να δουλεύουμε πρωτόβουλα και ενιαία.
Σήμερα, επίσης, περισσότερο από ποτέ, και ενώ βρισκόμαστε σε μια εποχή πραγματικής έκρηξης όλων των μορφών των ΜΜΕ (έντυπων και ηλεκτρονικών) και της λεγόμενης πολυπληροφόρησης, η μελέτη και η διάδοση της εφημερίδας, οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, όχι μόνο παραμένει επίκαιρη, αλλά ίσως γίνεται πολύ πιο επιτακτική από την εποχή που πρωτοδιατυπώθηκε η άποψη για την αναγκαιότητά της και απ' αυτή τη σκοπιά της έκρηξης της πληροφόρησης.
Η λεγόμενη πολυπληροφόρηση τις περισσότερες φορές, όσον αφορά τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί σκόπιμα στη συσκότισή τους, στη διαστρέβλωσή τους και τελικά στη διαμόρφωση κοινωνικής ψυχολογίας και συνείδησης με βάση την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική. Γιατί παρουσιάζουν τα συμφέροντα και τα οράματα της αστικής τάξης με τέτοιον τρόπο σαν να πρόκειται για συμφέροντα και επιθυμίες ολόκληρου του λαού. Η εφημερίδα του Κόμματος της εργατικής τάξης καθαρίζει ιδεολογικά και πολιτικά την «ήρα από το στάρι», συμβάλλει στην αφομοίωση και ανάπτυξη της διαλεκτικής σκέψης, των κριτηρίων προσέγγισης της εξελισσόμενης πραγματικότητας, εξοπλίζει με την ιδεολογία και την πολιτική μας, ζητήματα που δεν μπορεί να λύνονται έξω από το διάβασμα και τη μελέτη, δεν μπορεί να λύνονται με την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το διαδίκτυο με την πολυπληροφόρηση, όσο και αν και αυτά τα Μέσα, το καθένα με το χαρακτήρα του, συμβάλλουν στην υπόθεση της εργατικής τάξης.
Η ιδέα, για την εφημερίδα του κόμματος, το χαρακτήρα και την αποστολή της ανήκει στους Μαρξ - Ενγκλες. Οι ίδιοι, στα 1848, ίδρυσαν στην Κολωνία της Γερμανίας τη «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», δείχνοντας πρακτικά την αξία του επαναστατικού Τύπου και έδωσαν ένα υπόδειγμα για την ανάπτυξή του στο μέλλον.
Ηταν εποχή της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία που επεδίωκε την εδραίωση της αστικής τάξης στην εξουσία, εποχή που ακόμη η εργατική τάξη δεν έχει χειραφετηθεί από τους αστούς, αλλά που μέσα από την πείρα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1848, αρχίζει τα πρώτα σκιρτήματα αυτοτελούς δράσης που ωθεί στο ξέσπασμα, τον Ιούνη του 1848, προλεταριακής εξέγερσης. Ηδη, έχει ιδρυθεί από τους Μαρξ - Ενγκελς η «Ενωση Κομμουνιστών» ως διεθνές εργατικό κόμμα και έχει γραφτεί το πρώτο Πρόγραμμα Κομμουνιστικού Κόμματος, το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» από τους Μαρξ - Ενγκελς.
Την 1η Ιούνη, λοιπόν, του 1848 κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της μεγάλης καθημερινής πολιτικής εφημερίδας «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου». Αρχισυντάκτης της ήταν ο Καρλ Μαρξ. Κάτω από τον τίτλο υπήρχε η φράση: «Οργανο της δημοκρατίας».
Στην ουσία, η εφημερίδα αυτή ήταν το βήμα της διάδοσης της επιστημονικής κοσμοθεωρίας, ως το επίπεδο που είχαν ως τότε επεξεργαστεί οι Μαρξ - Ενγκελς, αλλά και ένα φλογερό πολιτικό όργανο για τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Αυτό φανέρωναν τα άρθρα που έγραφαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς, όλη η ύλη της εφημερίδας, καθώς και η υπεράσπιση της εξέγερσης των εργατών του Παρισιού που ξέσπασε τον Ιούνη του 1848.
Την ίδια περίοδο επίσης, ξέσπασε επανάσταση και στη Γερμανία.
Η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» έκλεισε στις 19 του Μάη του 1849, όταν είχε επικρατήσει στη Γερμανία η αντεπανάσταση. Το τελευταίο της φύλλο (301ο) ήταν τυπωμένο ολόκληρο με κόκκινο μελάνι. Αποχαιρετώντας ο Μαρξ τους εργάτες της Κολωνίας γράφει από μέρους των συνεργατών της εφημερίδας πως «τελευταία τους λέξη θα είναι παντού και πάντοτε: Απελευθέρωση της εργατικής τάξης».
Ο Ενγκελς, 40 χρόνια μετά, δίνει παραστατικά, μέσα από το άρθρο του «Ο Μαρξ και η "Νέα Εφημερίδα του Ρήνου"», το περιεχόμενο, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της. Το αναδημοσιεύουμε σήμερα από τα «Διαλεχτά Εργα», των Μαρξ - Ενγκελς, σελ. 379 - 389.
Επίσης, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το άρθρο του Β. Ι. Λένιν «Από πού ν' αρχίσουμε;». Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στο 4ο φύλλο της «Ισκρα», το Μάη του 1901.
***
Ο Μαρξ και η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» (1848 - 1849)
Οταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη, το Γερμανικό «Κομμουνιστικό Κόμμα», όπως το ονομάζαμε, αποτελούνταν από ένα μικρό πυρήνα, από την «Ενωση των Κομμουνιστών», οργανωμένη σαν μυστική εταιρεία προπαγάνδας. Μυστική ήταν η Ενωση μόνον επειδή τότε στη Γερμανία δεν υπήρχε ελευθερία οργάνωσης και συγκέντρωσης. Εκτός από τους εργατικούς συλλόγους στο εξωτερικό, απ' όπου στρατολογούσε τα μέλη της, είχε τριάντα περίπου κοινότητες ή τμήματα στο εσωτερικό και χώρια απ' αυτά είχε μεμονωμένα μέλη σε πολλά μέρη. Αυτή όμως η ασήμαντη μαχητική δύναμη είχε έναν αρχηγό, στον οποίο υποτάσσονταν όλοι πρόθυμα, έναν αρχηγό πρώτης γραμμής, τον Μαρξ, και χάρη σ' αυτόν ένα πρόγραμμα αρχών και ταχτικής, που και σήμερα ακόμα διατηρεί όλη του την αξία: Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Εδώ μας ενδιαφέρει πριν απ' όλα το μέρος του προγράμματος που αφορά την ταχτική. Οι γενικές του θέσεις ήταν τούτες:
«Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα που αντιτίθεται στα άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του. Δεν διατυπώνουν ξεχωριστές αρχές, που σύμφωνα μ' αυτές θα θέλανε να πλάσουν το προλεταριακό κίνημα. Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους αγώνες των προλετάριων των διαφόρων εθνών τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ' όλο το προλεταριάτο και ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολό του. Στην πράξη λοιπόν οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά, πλεονεχτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου, στην κατανόηση των όρων, της πορείας και των γενικών αποτελεσμάτων του προλεταριακού κινήματος»1.
Και ειδικότερα για το Γερμανικό Κόμμα:
«Στη Γερμανία, κάθε φορά που η αστική τάξη εκδηλώνεται επαναστατικά, το κομμουνιστικό κόμμα παλεύει μαζί με την αστική τάξη ενάντια στην απόλυτη μοναρχία, ενάντια στη φεουδαρχική γαιοχτησία και στο μικροαστισμό. Μα ούτε στιγμή δεν παραμελεί το κομμουνιστικό κόμμα να καλλιεργεί στους εργάτες μια όσο μπορεί πιο καθαρή συνείδηση σχετικά με την εχθρική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, για να μπορέσουν οι Γερμανοί εργάτες να στρέψουν αμέσως ενάντια στην αστική τάξη, σαν ισάριθμα όπλα, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη να δημιουργήσει με την κυριαρχία της, έτσι που, αμέσως ύστερα από την ανατροπή των αντιδραστικών τάξεων, ν' αρχίσει ο αγώνας ενάντια στην ίδια την αστική τάξη. Οι κομμουνιστές στρέφουν την κύρια προσοχή τους στη Γερμανία, γιατί η Γερμανία βρίσκεται στις παραμονές μιας αστικής επανάστασης», κ.λπ. («Μανιφέστο», κεφ. ΙV)2.
Ποτέ άλλοτε ένα πρόγραμμα ταχτικής δεν ανταποκρίθηκε τόσο καλά στον προορισμό του όσο αυτό. Διατυπωμένο την παραμονή μιας επανάστασης άντεξε στη δοκιμασία αυτής της επανάστασης. Και από τότε κάθε φορά που ένα οποιοδήποτε εργατικό κόμμα παρέκκλινε απ' αυτό το πρόγραμμα τιμωρούνταν για κάθε παρέκκλιση, και σήμερα, σχεδόν ύστερα από σαράντα χρόνια, είναι οδηγός όλων των αποφασιστικών και συνειδητών εργατικών κομμάτων της Ευρώπης, από τη Μαδρίτη ίσαμε την Πετρούπολη.
Τα γεγονότα του Φλεβάρη στο Παρίσι επιτάχυναν την επικείμενη γερμανική επανάσταση και της άλλαξαν έτσι το χαρακτήρα. Η γερμανική αστική τάξη αντί να νικήσει με τις δικές της δυνάμεις νίκησε ρυμουλκούμενη από μια γαλλική εργατική επανάσταση. Προτού προλάβει να καταβάλει οριστικά τους παλιούς της αντιπάλους, την απόλυτη μοναρχία, τη φεουδαρχική γαιοκτησία, τη γραφειοκρατία και το δειλό μικροαστισμό, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει έναν καινούριο εχθρό, το προλεταριάτο. Εδώ όμως φάνηκαν αμέσως οι επιδράσεις των πολύ καθυστερημένων, σε σύγκριση με τη Γαλλία και την Αγγλία, οικονομικών συνθηκών, επομένως και του καθυστερημένου επίσης συσχετισμού των τάξεων στη Γερμανία.
Η γερμανική αστική τάξη, που μόλις άρχιζε να δημιουργεί τη μεγάλη της βιομηχανία, δεν είχε ούτε τη δύναμη, ούτε το θάρρος, ούτε την επιτακτική ανάγκη να κατακτήσει την απεριόριστη κρατική κυριαρχία. Το προλεταριάτο που ήταν στην ίδια αναλογία ανεξέλικτο, που μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες ολοκληρωτικής πνευματικής υποδούλωσης, ανοργάνωτο και ακόμα ανίκανο για αυτοτελή οργάνωση, είχε μονάχα το θολό αίσθημα της βαθιάς αντίθεσης των συμφερόντων του με τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ετσι, αν και ήταν στην ουσία ο απειλητικός αντίπαλος της αστικής τάξης, έμενε ωστόσο το πολιτικό της εξάρτημα. Τρομαγμένη όχι απ' αυτό που ήταν το γερμανικό προλεταριάτο, αλλά απ' αυτό που απειλούσε να γίνει και που ήταν κιόλας το γαλλικό προλεταριάτο, έβλεπε η αστική τάξη τη σωτηρία της μόνο σε οποιονδήποτε, ακόμα και στον πιο άνανδρο, συμβιβασμό με τη μοναρχία και τους ευγενείς. Το προλεταριάτο, μη έχοντας ακόμα συνείδηση του δικού του ιστορικού ρόλου, ήταν υποχρεωμένο στη μεγάλη του μάζα να αναλάβει πρώτα το ρόλο της πρωτοποριακής άκρας αριστερής πτέρυγας της αστικής τάξης. Οι Γερμανοί εργάτες έπρεπε πριν απ' όλα να κατακτήσουν τα δικαιώματα που τους ήταν απαραίτητα για την αυτοτελή οργάνωσή τους σε ταξικό κόμμα: την ελευθερία του Τύπου, της οργάνωσης και της συγκέντρωσης - δικαιώματα που έπρεπε να τα είχε κατακτήσει η αστική τάξη για το συμφέρον της δικής της κυριαρχίας, και που απ' το φόβο της τα διαμφισβητούσε τώρα στους εργάτες. Τα σκορπισμένα μέλη της Ενωσης, που ήταν μερικές εκατοντάδες, χάθηκαν μέσα στην τεράστια μάζα που ξεσφενδονίστηκε απότομα μέσα στο κίνημα. Το γερμανικό προλεταριάτο παρουσιάστηκε έτσι για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή σαν άκρο δημοκρατικό κόμμα.
Ετσι, όταν ιδρύσαμε μια μεγάλη εφημερίδα στη Γερμανία, μας είχε καθοριστεί από μόνη της η σημαία. Και η σημαία αυτή μπορούσε να είναι μονάχα η σημαία της δημοκρατίας, όμως μιας δημοκρατίας που πάντα και σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση πρόβαλλε τον ειδικό προλεταριακό της χαρακτήρα, που ωστόσο δεν μπορούσε ακόμα να τον γράψει μια για πάντα στο λάβαρό της. Αν δεν ενεργούσαμε έτσι, αν δεν πιάναμε το κίνημα από το πιο προχωρημένο πραγματικά προλεταριακό άκρο του που υπήρχε τότε και δεν το προωθούσαμε παραπέρα δε θα μας έμενε τίποτα άλλο παρά να κηρύσσουμε τον κομμουνισμό από καμιά μικρή επαρχιακή εφημεριδούλα και αντί να ιδρύσουμε ένα μεγάλο κόμμα δράσης, να φτιάξουμε μια μικρή αίρεση. Για κήρυκες όμως στην έρημο είμαστε ακατάλληλοι, κι αυτό γιατί είχαμε μελετήσει πολύ καλά τους ουτοπικούς. Δεν είχαμε φτιάξει το πρόγραμμά μας για τέτοιο σκοπό.
Οταν ήρθαμε στην Κολωνία, είχαν γίνει από δημοκρατική και εν μέρει από κομμουνιστική πλευρά προετοιμασίες για την έκδοση μιας μεγάλης εφημερίδας. Ηθελαν να την κάνουν καθαρά τοπική εφημερίδα της Κολωνίας, και μας να μας ξαποστείλουν στο Βερολίνο. Αλλά μέσα σε 24 ώρες, κυρίως χάρη στον Μαρξ, κατακτήσαμε το έδαφος, η εφημερίδα έγινε δική μας με την υποχώρηση να πάρουμε στη σύνταξη τον Χάινριχ Μπίργκερς. Ο Μπίργκερς έγραψε ένα άρθρο (στο 2ο φύλλο) και δεν ξανάγραψε δεύτερο.
Επρεπε να πάμε ακριβώς στην Κολωνία και όχι στο Βερολίνο. Πρώτα η Κολωνία ήταν το κέντρο της επαρχίας του Ρήνου, που είχε ζήσει τη Γαλλική Επανάσταση, είχε διατηρήσει με το ναπολεόντειο κώδικα σύγχρονες αντιλήψεις δικαίου, είχε αναπτύξει την πιο σημαντική μεγάλη βιομηχανία και ήταν τότε από κάθε άποψη το πιο προοδευτικό τμήμα της Γερμανίας. Το Βερολίνο εκείνης της εποχής το γνωρίζαμε πολύ καλά από προσωπική αντίληψη, με την αστική τάξη του που μόλις τότε γεννιόταν, με τους θρασείς στα λόγια αλλά δειλούς στα έργα και δουλοπρεπείς μικροαστούς του, με τους εντελώς ανεξέλικτους εργάτες του, με τις μάζες των γραφειοκρατών του, με το συρφετό των ευγενών και της αυλής, με όλο του το χαρακτήρα μιας πόλης - «Residenz»3. Αποφασιστική σημασία όμως είχαν τα παρακάτω: στο Βερολίνο επικρατούσε το άθλιο πρωσικό δίκαιο και οι πολιτικές δίκες γίνονταν από επαγγελματίες δικαστές. Στο Ρήνο ίσχυε ο ναπολεόντειος κώδικας, που δεν ξέρει αδικήματα Τύπου, γιατί προϋποθέτει τη λογοκρισία. Αν λοιπόν ένας άνθρωπος δεν έκανε πολιτικά εγκλήματα, μα μόνο παραπτώματα, δικαζόταν απ' τα ορκωτά δικαστήρια. Στο Βερολίνο ύστερα από την επανάσταση καταδικάστηκε ο νεαρός Σλέφελ για το τίποτα σε ένα χρόνο φυλακή, στο Ρήνο είχαμε απόλυτη ελευθερία Τύπου και εκμεταλλευτήκαμε ως την τελευταία δυνατότητα.
Ετσι αρχίσαμε την 1η του Ιούνη 1848 με ένα πολύ μικρό μετοχικό κεφάλαιο, από το οποίο μόνο ένα μικρό μέρος είχε κατατεθεί. Κι όσο για τους μετόχους, ήταν πολύ αβέβαιοι άνθρωποι. Αμέσως μετά το πρώτο φύλλο μάς εγκατέλειψαν οι μισοί, και στο τέλος του μήνα δεν είχαμε ούτε έναν.
Το καθεστώς μέσα στη σύνταξη ήταν απλούστατα η δικτατορία του Μαρξ. Μια μεγάλη καθημερινή εφημερίδα που πρέπει να είναι έτοιμη σε ορισμένη ώρα δεν μπορεί με κανένα άλλο καθεστώς να κρατήσει συνεπή γραμμή. Εδώ όμως πρέπει να προστεθεί ότι η δικτατορία του Μαρξ ήταν αυτονόητη, αδιαφιλονίκητη και όλοι την αναγνωρίζαμε πρόθυμα. Το ξεκάθαρο μάτι και η σταθερή στάση του Μαρξ, ήταν πριν απ' όλα αυτό που έκανε το φύλλο αυτό να γίνει η πιο φημισμένη γερμανική εφημερίδα των χρόνων της επανάστασης.
Το πολιτικό πρόγραμμα της «Νέας εφημερίδας του Ρήνου» αποτελούνταν από δύο κύρια σημεία:
Ενιαία, αδιαίρετη γερμανική δημοκρατία και πόλεμος ενάντια στη Ρωσία, που περιλάβαινε σαν όρο την αποκατάσταση της Πολωνίας.
Η μικροαστική δημοκρατία χωρίστηκε τότε σε δυο παρατάξεις: τη βορειογερμανική, που επιθυμούσε έναν δημοκρατικό Πρώσο Κάιζερ και τη νοτιογερμανική, που ήταν τότε ειδικά σχεδόν ολότελα Βαδική και που ήθελε να μετατρέψει τη Γερμανία σύμφωνα με το ελβετικό πρότυπο σε ομοσπονδιακή δημοκρατία. Εμείς έπρεπε να καταπολεμάμε και τις δυο παρατάξεις. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαγόρευε τόσο τον εκπρωσισμό της Γερμανίας όσο και τη διαιώνιση της διαίρεσης σε κρατίδια. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαιτούσε την οριστική ένωση της Γερμανίας σε ένα έθνος που μόνον αυτό μπορούσε να αποκαταστήσει τον ξεκαθαρισμένο απ' όλα τα κληρονομημένα μικροπρεπή εμπόδια στίβο, όπου επρόκειτο ν' αναμετρήσουν τις δυνάμεις τους το προλεταριάτο και η αστική τάξη. Το συμφέρον του προλεταριάτου απαγόρευε επίσης την ένωση με την Πρωσία επικεφαλής. Το πρωσικό κράτος με όλη του τη διάρθρωση, τις παραδόσεις και τη δυναστεία του ήταν ακριβώς ο μοναδικός σοβαρός εσωτερικός αντίπαλος που έπρεπε να καταβάλει η επανάσταση στη Γερμανία. Χώρια απ' αυτά, η Πρωσία δεν μπορούσε να ενώσει την Γερμανία παρά μόνο διαμελίζοντάς την, αποκλείοντας τη γερμανική Αυστρία. Δεν μπορούσαμε επομένως να έχουμε άλλο επαναστατικό, άμεσο πρόγραμμα από τη διάλυση του πρωσικού κράτους, την κατάρρευση του αυστριακού κράτους και την πραγματική ένωση της Γερμανίας σε μια δημοκρατία. Κι αυτό μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο με έναν πόλεμο ενάντια στη Ρωσία και με τίποτε άλλο. Στο σημείο αυτό θα επανέλθω.
Κατά τ' άλλα, ο τόνος της εφημερίδας δεν ήταν καθόλου πανηγυρικός, σοβαρός ή ενθουσιώδικος. Είχαμε να κάνουμε μόνο με περιφρονητέους αντίπαλους και τους μεταχειριζόμαστε χωρίς εξαίρεση με την πιο μεγάλη περιφρόνηση. Τη μοναρχία που συνωμοτούσε, την αυλική κλίκα, τους ευγενείς, την «Κρόιτς-Τσάιτουγκ», όλη την «αντίδραση» που προκαλούσε τόσο την ηθική αγανάκτηση των φιλισταίων - τους μεταχειριζόμαστε όλους με ειρωνεία και χλευασμό. Το ίδιο κάναμε και για τα καινούρια είδωλα που βγήκαν στη μέση με την επανάσταση: για τους υπουργούς του Μάρτη, τις Συνελεύσεις της Φρανκφούρτης και του Βερολίνου, για όλους μαζί τους δεξιούς και τους αριστερούς της. Το πρώτο φύλλο κιόλας άρχισε με ένα άρθρο που ειρωνευόταν τη μηδαμινότητα του Κοινοβουλίου της Φρανκφούρτης, τους άσκοπους ατέλειωτους λόγους του και τις περιττές άνανδρες αποφάσεις του. Το άρθρο αυτό μας στοίχισε τους μισούς μετόχους. Το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης δεν ήταν καν λέσχη συζητήσεων. Σ' αυτό δε συζητούσαν σχεδόν καθόλου, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις διαβάζονταν έτοιμες ακαδημαϊκές πραγματείες που τις φέρναν μαζί τους και παίρνονταν αποφάσεις που προορίζονταν να ενθουσιάζουν το Γερμανό φιλισταίο για τις οποίες όμως δε νοιαζόταν κανένας άνθρωπος.
Η συνέλευση του Βερολίνου είχε κιόλας μεγαλύτερη σημασία. Αντιμετώπιζε μια πραγματική δύναμη, συζητούσε και έπαιρνε αποφάσεις όχι κούφιες, ούτε στα ύψη, πάνω στα σύννεφα της συνέλευσης της Φρανκφούρτης. Γι' αυτό και καταπιαστήκαμε μ' αυτήν πιο διεξοδικά. Μα τα είδωλα που είχαν εκεί οι αριστεροί, τον Σούλτσε - Ντέλιτς, τον Μπέρεντς, τον Ελσνερ, τον Στάιν κτλ., τους μεταχειριστήκαμε με την ίδια αυστηρότητα όπως τα είδωλα της Φρανκφούρτης. Αποκαλύψαμε χωρίς έλεος την αναποφασιστικότητά τους, τη δισταχτικότητα και τους μικροπρεπείς υπολογισμούς τους και τους αποδείχναμε ότι με τους συμβιβασμούς που έκαναν πρόδιναν βήμα προς βήμα την επανάσταση. Αυτό προκαλούσε φυσικά ανατριχίλα στο δημοκράτη μικροαστό που μόλις είχε κατασκευάσει αυτά τα είδωλα ακριβώς για δική του χρήση. Ομως αυτή η ανατριχίλα ήταν για μας το σημάδι ότι είχαμε βρει καλά το στόχο.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσαμε την πλάνη που την διέδιδαν με ζήλο οι μικροαστοί, ότι τάχα η επανάσταση είχε ολοκληρωθεί μετά τα γεγονότα του Μάρτη και ότι τώρα δεν είχαμε παρά να δρέψουμε τους καρπούς. Για μας θα μπορούσαν να έχουν τα γεγονότα του Φλεβάρη και του Μάρτη τότε μόνο την έννοια πραγματικής επανάστασης αν γίνονταν όχι το τέρμα, αλλά αντίθετα η αφετηρία ενός μακρόχρονου επαναστατικού κινήματος, μέσα στο οποίο, όπως στη μεγάλη γαλλική ανατροπή, ο λαός θα αναπτυσσόταν παραπέρα με τους δικούς του αγώνες, τα κόμματα θα ξεχώριζαν όλο και πιο ξεκάθαρα, ώσπου θα συνταυτίζονταν ολότελα με τις μεγάλες τάξεις, με την αστική τάξη, με τη μικροαστική, με το προλεταριάτο - και που στη διάρκειά του το προλεταριάτο θα κατακτούσε σιγά - σιγά, και ύστερα από μια σειρά μάχες, τη μια θέση ύστερα από την άλλη. Γι' αυτό και αντιταχθήκαμε παντού στους δημοκράτες μικροαστούς, κάθε φορά που ήθελαν να συγκαλύψουν την ταξική τους αντίθεση με το προλεταριάτο, με την αγαπημένη τους φράση: «όλοι θέλουμε το ίδιο, όλες οι διαφορές μας οφείλονται σε απλές παρεξηγήσεις». Οσο λιγότερο, όμως, επιτρέπαμε στους μικροαστούς να παρεξηγούν την προλεταριακή μας δημοκρατία, τόσο πιο ήμεροι και υποχωρητικοί γίνονταν απέναντί μας. Με όσο μεγαλύτερη οξύτητα και αποφασιστικότητα τους αντιμετωπίζουμε, τόσο πιο πρόθυμα σκύβουν, τόσο περισσότερες παραχωρήσεις κάνουν στο εργατικό κόμμα. Αυτό το είδαμε.
Τέλος, ξεσκεπάσαμε τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό (όπως τον έλεγε ο Μαρξ) των διαφόρων εθνικών, όπως τις λέγανε, συνελεύσεων. Αυτοί οι κύριοι είχαν αφήσει να τους ξεφύγουν όλα τα μέσα της εξουσίας και εν μέρει τα είχαν παραχωρήσει πάλι εθελοντικά στις κυβερνήσεις. Δίπλα στις νεοδυναμωμένες αντιδραστικές κυβερνήσεις υπήρχαν στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη συνελεύσεις χωρίς καμιά δύναμη που παρ' όλα αυτά φαντάζονταν ότι οι ανήμπορες αποφάσεις τους θα ανέτρεπαν τον κόσμο. Αυτή η ηλίθια αυταπάτη κυριαρχούσε ως την άκρα αριστερά. Εμείς τους φωνάζαμε: Η κοινοβουλευτική σας νίκη θα συμπέσει με την πραγματική σας ήττα.
Και πραγματικά έτσι έγινε και στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη. Οταν η «αριστερά» απόχτησε την πλειοψηφία, η κυβέρνηση διάλυσε όλη τη συνέλευση, και αυτό το κατόρθωσε, γιατί η συνέλευση είχε χάσει την εμπιστοσύνη του λαού.
Οταν διάβασα αργότερα το βιβλίο του Μπουζάρ για τον Μαρά4, βρήκα ότι εμείς πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουμε είχαμε μιμηθεί το μεγάλο πρότυπο του γνήσιου (όχι του παραποιημένου από τους βασιλόφρονες) «φίλου του λαού», και ότι όλη η λύσσα και όλη η παραποίηση της ιστορίας που εξαιτίας της έναν ολόκληρο αιώνα σχεδόν είχαμε γνωρίσει έναν εντελώς παραμορφωμένο Μαρά, είχε μόνο τούτη την αιτία: ότι ο Μαρά είχε αφαιρέσει χωρίς οίκτο τον πέπλο που σκέπαζε τα είδωλα της στιγμής, τον Λαφαγιέτ, τον Μπαγί και άλλους και τους παρουσίασε σαν έτοιμους προδότες της επανάστασης, και ακόμα ότι ο Μαρά όπως και μεις, δεν παραδεχόταν την επανάσταση σαν τελειωμένη, αλλά ήθελε να την κηρύξει διαρκή.
Διακηρύξαμε ανοιχτά ότι η τάση που εκπροσωπούσαμε, τότε μόνο θα μπορούσε ν' αρχίσει τον αγώνα για να πετύχει τους πραγματικούς κομματικούς σκοπούς μας, όταν θα βρίσκεται στην εξουσία το πιο άκρο από όλα τα υπάρχοντα επίσημα κόμματα στη Γερμανία: τότε απέναντι σ' αυτό εμείς θα αποτελούσαμε την αντιπολίτευση.
Ομως τα γεγονότα φρόντισαν πλάι στην κοροϊδία για τους Γερμανούς αντιπάλους μας να πάρει τη θέση του και το φλογερό πάθος. Η εξέγερση των Γάλλων εργατών τον Ιούνη του 1848 μας βρήκε στις θέσεις μας. Απ' τον πρώτο πυροβολισμό κιόλας υποστηρίξαμε ανεπιφύλαχτα τους επαναστάτες. Υστερα από την ήττα τους τίμησε ο Μαρξ τους νικημένους μ' ένα από τα πιο δυνατά του άρθρα5.
Τότε μας εγκατέλειψαν και οι υπόλοιποι μέτοχοι. Ομως είχαμε την ικανοποίηση ότι ήμασταν το μόνο φύλλο στη Γερμανία και σχεδόν στην Ευρώπη, που κράτησε ψηλά τη σημαία του ποδοπατημένου προλεταριάτου, τη στιγμή που η αστική τάξη και οι φιλισταίοι όλων των χωρών άδειαζαν πάνω στους νικημένους τον οχετό των συκοφαντιών τους.
Η εξωτερική πολιτική ήταν απλή: Υποστήριξη κάθε επαναστατικού λαού, έκκληση για ένα γενικό πόλεμο της επαναστατικής Ευρώπης ενάντια στο μεγάλο στήριγμα της ευρωπαϊκής αντίδρασης, τη Ρωσία. Υστερα απ' τις 24 του Φλεβάρη ήταν σε μας φανερό ότι η επανάσταση είχε μονάχα έναν πραγματικά τρομερό εχθρό, τη Ρωσία, και ότι αυτός ο εχθρός ήταν τόσο πιο αναγκασμένος να μπει στον αγώνα όσο περισσότερο έπαιρνε το κίνημα ευρωπαϊκές διαστάσεις. Τα γεγονότα της Βιέννης, του Μιλάνου, του Βερολίνου, επιβράδυναν αναγκαστικά τη ρούσικη επίθεση, όμως ήταν τόσο πιο βέβαιο ότι η επίθεση αυτή θα γινόταν τελικά, όσο περισσότερο η επανάσταση πλησίαζε προς τη Ρωσία. Αν κατορθωνόταν όμως να ξεσηκωθεί η Γερμανία σε πόλεμο ενάντια στη Ρωσία, τότε αυτό θα σήμαινε το τέλος των Αψβούργων και των Χοεντσόλερν και η επανάσταση θα νικούσε σ' όλη τη γραμμή.
Αυτή η πολιτική περνούσε σαν κόκκινο νήμα μέσα από κάθε φύλλο της εφημερίδας μας ίσαμε τη στιγμή της πραγματικής εισβολής των Ρώσων στην Ουγγαρία, που επιβεβαίωσε ολότελα τις προβλέψεις μας, και έκρινε την ήττα της επανάστασης.
Οταν την άνοιξη του 1849 πλησίαζε ο αποφασιστικός αγώνας, η γλώσσα της εφημερίδας μας γινόταν από φύλλο σε φύλλο πιο έντονη και πιο φλογερή. Ο Βίλχελμ Βολφ θύμιζε στους χωρικούς της Σιλεσίας με το «Δισεκατομμύριο της Σιλεσίας» (οχτώ άρθρα) ότι με την απολύτρωσή τους από τα φεουδαρχικά βάρη, τους εξαπάτησαν οι τσιφλικάδες με τη βοήθεια της κυβέρνησης και τους πήραν χρήματα και γη, και απαιτούσε την αποζημίωσή τους με ένα δισεκατομμύριο τάλιρα.
Ταυτόχρονα, δημοσιεύτηκε τον Απρίλη σε μια σειρά κύρια άρθρα της εφημερίδας η πραγματεία του Μαρξ: «Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο»6, που έδειχνε ξεκάθαρα τον κοινωνικό σκοπό της πολιτικής μας. Κάθε φύλλο, κάθε έκτακτη έκδοση έδειχναν την προετοιμαζόμενη μεγάλη μάχη, την όξυνση των αντιθέσεων σε Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Ουγγαρία. Ιδίως οι έκτακτες εκδόσεις του Απρίλη και του Μάη ήταν άλλες τόσες εκκλήσεις στο λαό να είναι έτοιμος για το χτύπημα.
«Εξω σ' όλη τη Γερμανία» παραξενεύονταν γιατί κάναμε όλα αυτά χωρίς να μας ενοχλούν, μέσα σ' ένα πρωσικό οχυρό πρώτης γραμμής, μπρος σε μια φρουρά με 8.000 άντρες και μπρος στα μάτια της αστυνομίας. Ομως, τα 8 όπλα με ξιφολόγχη και οι 250 σφαίρες που βρίσκονταν στο δωμάτιο της σύνταξης και οι κόκκινοι γιακωμπίνικοι σκούφοι των τυπογράφων, έκαναν τους αξιωματικούς να θεωρούν και το δικό μας σπίτι φρούριο που δεν μπορούσε να παρθεί με ένα απλό εγχείρημα.
Τέλος, στις 18 του Μάη 1849, ήρθε το χτύπημα.
Η εξέγερση στη Δρέσδη και στο Ελμπερφελντ είχε κατασταλεί, η εξέγερση του Ιζερλόν είχε περικυκλωθεί, η επαρχία του Ρήνου και η Βεστφαλία είχαν πλημμυρίσει από ξιφολόγχες, που ύστερα από βίαιη κατάπνιξη της πρωσικής Ρηνανίας, προορίζονταν να βαδίσουν στο Παλατινάτο και τη Βάδη. Τότε τόλμησε επιτέλους η κυβέρνηση να μας επιτεθεί. Οι μισοί συντάχτες διώκονταν δικαστικά, οι άλλοι μπορούσαν να απελαθούν γιατί δεν ήταν Πρώσοι. Εδώ δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, εφόσον πίσω από την κυβέρνηση βρισκόταν ένα ολόκληρο σώμα στρατού. Επρεπε να παραδώσουμε το φρούριό μας, αποσυρθήκαμε, όμως, με τα όπλα και τα εφόδιά μας, με μουσικές και με κυματίζουσα σημαία το τελευταίο κόκκινο φύλλο της εφημερίδας, όπου προειδοποιούσαμε τους εργάτες της Κολωνίας να φυλάγονται από πραξικοπήματα της απελπισίας, και τους λέγαμε:
«Οι συντάχτες της "Νέας εφημερίδας του Ρήνου" αποχαιρετώντας σας ευχαριστούν για τη συμπαράσταση που τους δείξατε. Η τελευταία τους λέξη θα είναι παντού και πάντα: χειραφέτηση της εργαζόμενης τάξης!».
Ετσι τελείωσε η «Νέα εφημερίδα του Ρήνου» λίγο πριν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της έκδοσής της. Αρχίζοντας σχεδόν εντελώς χωρίς χρηματικά μέσα - όπως είπαμε πολύ γρήγορα χάθηκαν τα λίγα που της είχαν υποσχεθεί - έφθασε κιόλας το Σεπτέμβρη να τυπώνει σχεδόν 5.000 φύλλα. Η κατάσταση πολιορκίας της Κολωνίας την έκλεισε. Στα μέσα του Οχτώβρη έπρεπε να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή. Το Μάη όμως του 1849, όταν την απαγόρευσαν, είχε κιόλας πάλι 6.000 συνδρομητές, ενώ η «Εφημερίδα της Κολωνίας» σύμφωνα με τη δική της ομολογία δεν είχε τότε περισσότερους από 9.000. Καμιά γερμανική εφημερίδα, ούτε πριν ούτε μετά, δεν είχε ποτέ τη δύναμη και την επιρροή και δεν μπόρεσε να ηλεκτρίζει τόσο τις προλεταριακές μάζες όσο η «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου».
Και αυτό το χρωστούσε προπάντων στον Μαρξ.
Οταν ήρθε το χτύπημα, διαλύθηκε η σύνταξη. Ο Μαρξ πήγε στο Παρίσι, όπου προετοιμαζόταν η αποφασιστική μάχη που δόθηκε στις 13 του Ιούνη 1849. Ο Βίλχελμ Βολφ πήρε τη θέση του στο Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης - τώρα που θα έπρεπε να εκλέξει η συνέλευση ανάμεσα στη διάλυσή της απ' τα πάνω και στην προσχώρησή της στην επανάσταση. Εγώ πήγα στο Παλατινάτο και έγινα υπασπιστής στα εθελοντικά σώματα του Βίλιχ.
1. Οι υπογραμμίσεις σ' αυτήν την περικοπή είναι του Ενγκελς. Βλ. τόμο Ι, της ελλην. έκδοσης, σελ. 35 και 36.
2. Βλ. τόμος Ι, της ελλην. έκδοσης, σελ. 57.
3. Residenz - πόλη ή τόπος όπου έχει την έδρα του ένας ηγεμόνας.
4. Πρόκειται για το βιβλίο του A. Bougeart: «Marat, l' ami du peuple» («Μαρά, ο φίλος του λαού»), Παρίσι, 1865.
5. Βλ. Μαρξ - Ενγκελς, «Απαντα», μέρος πρώτο, τόμ. 7ος, σελ. 115-117.
6. Βλ. τόμο Ι της έκδοσής μας, σελ. 64-108.
Από πού ν' αρχίσουμε;
(...) Κατά τη γνώμη μας, η αφετηρία της δράσης, το πρώτο πραχτικό βήμα για τη δημιουργία της οργάνωσης που θέλουμε, τέλος, το κυριότερο νήμα, που, όταν το κρατάμε στα χέρια μας, θα μπορέσουμε ν' αναπτύσσουμε, να βαθαίνουμε και να πλαταίνουμε σταθερά αυτή την οργάνωση, πρέπει να είναι η ίδρυση μιας πανρωσικής πολιτικής εφημερίδας. Μας χρειάζεται κατά πρώτο λόγο μια εφημερίδα, χωρίς αυτή είναι αδύνατο να διεξάγεται συστηματική, βασισμένη σε αρχές και ολόπλευρη προπαγάνδα, και ζύμωση, πράγμα που αποτελεί μόνιμο και κύριο καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας γενικά και ένα εξαιρετικά επιταχτικό καθήκον της σημερινής στιγμής, τώρα που μέσα στα πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού έχει ξυπνήσει το ενδιαφέρον για την πολιτική, για τα ζητήματα του σοσιαλισμού. Και ποτέ δεν ήταν τόσο έντονα αισθητή, όσο σήμερα, η ανάγκη όπως η σκόρπια ζύμωση - που γίνεται με την προσωπική επιρροή, με τις τοπικές προκηρύξεις, με τις μπροσούρες κτλ., να ολοκληρωθεί με τη γενικευμένη και συστηματική ζύμωση που μπορεί να διεξαχθεί μόνο με τον περιοδικό Τύπο. Μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή πως το ασφαλέστερο κριτήριο για το πόσο σταθερά έχουμε οργανώσει αυτόν τον πρωταρχικότατο και ζωτικότατο κλάδο της αγωνιστικής μας δράσης, είναι το πόσο συχνά και ταχτικά εκδίδεται (και διανέμεται) η εφημερίδα. Παραπέρα, μας χρειάζεται ακριβώς μια εφημερίδα πανρωσική. Αν δε σταθούμε ικανοί και ωσότου σταθούμε ικανοί να ενώσουμε μέσω του εντύπου λόγου την επίδρασή μας στο λαό και στην κυβέρνηση, θα είναι ουτοπία να σκεφτόμαστε για το συνδυασμό άλλων, πιο σύνθετων, πιο δύσκολων, αλλά γι' αυτό και πιο αποφασιστικών τρόπων επίδρασης.
Το κίνημά μας, και από ιδεολογική και από πραχτική, οργανωτική, άποψη, πάσχει προπαντός από τη διασπορά, από το ότι η τεράστια πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών είναι σχεδόν ολοκληρωτικά απορροφημένη από την καθαρά τοπική δουλειά, που στενεύει και τον ορίζοντά τους, και την έκταση της δράσης τους, και τη συνωμοτική επιτηδειότητα και κατάρτισή τους. Σ' αυτήν ακριβώς τη διασπορά πρέπει ν' αναζητήσουμε τις βαθύτερες αιτίες της αστάθειας και της ταλάντευσης, για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω. Και το πρώτο βήμα προς τα μπρος για ν' απαλλαγούμε απ' αυτήν την αδυναμία, και να μετατρέψουμε τα διάφορα τοπικά κινήματα σ' ένα ενιαίο πανρωσικό κίνημα πρέπει να είναι η ίδρυση μιας πανρωσικής εφημερίδας. Τέλος, μας χρειάζεται οπωσδήποτε μια πολιτική εφημερίδα. Χωρίς πολιτικό όργανο δε νοείται στη σύγχρονη Ευρώπη κίνημα, άξιο να ονομάζεται πολιτικό κίνημα. Χωρίς πολιτικό όργανο είναι απόλυτα απραγματοποίητο το καθήκον μας να συγκεντρώσουμε όλα τα στοιχεία της πολιτικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας και να γονιμοποιήσουμε μ' αυτά το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου. Κάναμε το πρώτο βήμα, ξυπνήσαμε μέσα στην εργατική τάξη το πάθος για «οικονομικές» αποκαλύψεις, για την αποκάλυψη της κατάστασης που επικρατεί στα εργοστάσια. Πρέπει να κάνουμε και το επόμενο βήμα: να ξυπνήσουμε σ' όλα τα λίγο - πολύ συνειδητά στρώματα του λαού το πάθος για πολιτικές αποκαλύψεις. Δεν πρέπει να μας ανησυχεί το γεγονός ότι τη στιγμή αυτή οι φωνές που κάνουν πολιτικές αποκαλύψεις είναι τόσο αδύνατες, ακούονται τόσο σπάνια και είναι τόσο δειλές. Η αιτία δε βρίσκεται καθόλου στο γενικό συμβιβασμό με την αστυνομική αυθαιρεσία. Η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που είναι ικανοί και πρόθυμοι να κάνουν αποκαλύψεις, δε διαθέτουν ένα βήμα απ' όπου θα μπορούσαν να μιλήσουν - δεν έχουν ακροατήριο, που να ακούει με πάθος και να επιδοκιμάζει τους ομιλητές - βρίσκεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί δε βλέπουν πουθενά μέσα στο λαό τη δύναμη, στην οποία θ' άξιζε τον κόπο ν' απευθύνονται με καταγγελίες ενάντια στην «παντοδύναμη» ρωσική κυβέρνηση. Τώρα όμως όλα αυτά αλλάζουν με τεράστια ταχύτητα. Μια τέτοια δύναμη υπάρχει: είναι το επαναστατικό προλεταριάτο, που έχει αποδείξει ότι είναι πρόθυμο όχι μόνο να ακούει και να υποστηρίζει το κάλεσμα σε πολιτικό αγώνα, μα και να ρίχνεται θαρραλέα στον αγώνα. Τώρα είμαστε σε θέση, και είμαστε υποχρεωμένοι να δημιουργήσουμε το βήμα για το ξεσκέπασμα της τσαρικής κυβέρνησης μπροστά σ' όλο το λαό, ένα τέτοιο βήμα θα είναι ή σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα. Η ρωσική εργατική τάξη, σε διάκριση από τις άλλες τάξεις και τα άλλα στρώματα της ρωσικής κοινωνίας, δείχνει συνεχές ενδιαφέρον για τις πολιτικές γνώσεις, παρουσιάζει συνεχώς (και όχι μόνο σε περιόδους ιδιαίτερου αναβρασμού) τεράστια ζήτηση παράνομης φιλολογίας.
Με τη μαζική αυτή ζήτηση, με τη δημιουργία εμπείρων επαναστατών καθοδηγητών, που έχει ήδη αρχίσει, με τη συγκεντροποίηση της εργατικής τάξης, που την κάνει πραγματικό αφεντικό στις εργατικές συνοικίες των μεγάλων πόλεων, στους εργοστασιακούς συνοικισμούς και στις εργοστασιακές κωμοπόλεις, το προλεταριάτο είναι απόλυτα σε θέση να αναλάβει την ίδρυση μιας πολιτικής εφημερίδας. Και μέσω του προλεταριάτου, η εφημερίδα θα διεισδύσει μέσα στους μικροαστούς της πόλης, στους βιοτέχνες του χωριού και στους αγρότες και θα γίνει μια πραγματική λαϊκή πολιτική εφημερίδα.
Ο ρόλος όμως της εφημερίδας δεν περιορίζεται μόνο στη διάδοση ιδεών, μόνο στην πολιτική διαπαιδαγώγηση και στην προσέλκυση πολιτικών συμμάχων. Η εφημερίδα δεν είναι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και συλλογικός διαφωτιστής, μα και συλλογικός οργανωτής. Σαν συλλογικός οργανωτής η εφημερίδα μπορεί να παραβληθεί με τις σκαλωσιές που φτιάχνονται γύρω από ένα χτίριο που χτίζεται και χαράζουν το περίγραμμα της οικοδομής, διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στους διάφορους οικοδόμους, τους βοηθούν να κατανέμουν τη δουλειά και να έχουν την εποπτεία των κοινών αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν με την οργανωμένη δουλειά. Με τη βοήθεια της εφημερίδας και σε σύνδεση μ' αυτή θα διαμορφώνεται από μόνη της μια μόνιμη οργάνωση που θ' ασχολείται όχι μόνο με την τοπική, μα και με τη συστηματική γενική δουλειά, που θα μαθαίνει στα μέλη της να παρακολουθούν προσεχτικά τα πολιτικά γεγονότα, να εκτιμούν τη σημασία τους και την επίδρασή τους στα διάφορα στρώματα του πληθυσμού, να επεξεργάζονται τις κατάλληλες μεθόδους, με τις οποίες το επαναστατικό κόμμα θα επιδρά πάνω σ' αυτά τα γεγονότα. Και μόνο το τεχνικό καθήκον - να εξασφαλιστεί ο ταχτικός εφοδιασμός της εφημερίδας με ύλη και η ταχτική διανομή της - επιβάλλει να δημιουργηθεί ένα δίχτυ από τοπικούς πράχτορες1 του ενιαίου κόμματος, πράκτορες που να έχουν ζωντανή επαφή μεταξύ τους, να ξέρουν τη γενική κατάσταση, να συνηθίσουν να εκπληρώνουν ταχτικά τους επιμέρους σκοπούς της δουλειάς που γίνεται σε πανρωσική κλίμακα και να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στην οργάνωση της μιας ή της άλλης επαναστατικής ενέργειας. Αυτό το δίχτυ πραχτόρων* θα αποτελέσει το σκελετό εκείνης ακριβώς της οργάνωσης που μας χρειάζεται: αρκετά μεγάλης, ώστε να αγκαλιάσει ολόκληρη τη χώρα, αρκετά πλατιάς και πολύπλευρης, ώστε να εφαρμόσει ένα αυστηρό και λεπτομερειακό καταμερισμό δουλειάς, αρκετά συνεπούς, ώστε να μπορεί σε κάθε περίσταση, σε κάθε «στροφή» και απρόοπτη αλλαγή να κάνει σταθερά τη δουλειά της, αρκετά ευλύγιστης, ώστε να μπορεί, από το ένα μέρος ν' αποφεύγει τη μάχη σε ανοιχτό πεδίο μ' έναν συντριπτικά υπέρτερο εχθρό, όταν αυτός έχει συγκεντρώσει σ' ένα μόνο σημείο όλες του τις δυνάμεις, και από το άλλο μέρος να μπορεί να επωφελείται από τη δυσκινησία αυτού του εχθρού και να του επιτίθεται εκεί και τότε, που αυτός λιγότερο περιμένει επίθεση. Σήμερα μπροστά μας ορθώνεται ένα σχετικά εύκολο καθήκον - να υποστηρίξουμε τους φοιτητές που κάνουν διαδηλώσεις στους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Αύριο θα έχουμε ίσως ένα πιο δύσκολο καθήκον - λ.χ. να υποστηρίξουμε το κίνημα των ανέργων σε μια ορισμένη περιφέρεια.
Μεθαύριο πρέπει να βρεθούμε στη θέση μας, για να πάρουμε μέρος κατά επαναστατικό τρόπο σ' ένα αγροτικό ξεσήκωμα. Σήμερα πρέπει να επωφεληθούμε από την όξυνση της πολιτικής κατάστασης που προκάλεσε η εκστρατεία της κυβέρνησης ενάντια στα ζέμστβο. Αύριο πρέπει να υποστηρίξουμε το ξεσήκωμα του πληθυσμού ενάντια στις αυθαιρεσίες του ενός ή του άλλου αποχαλινωμένου τσαρικού βασιβουζούκου και να βοηθήσουμε - με το μποϊκοτάρισμα, με τις διαρκείς παρενοχλήσεις, τις διαδηλώσεις κτλ. - να του δοθεί ένα τέτοιο μάθημα, ώστε ν' αναγκαστεί να υποχωρήσει ανοιχτά. Τέτοιος βαθμός μαχητικής προετοιμασίας μπορεί να αποχτηθεί μόνο με τη συνεχή δράση που αναπτύσσει ένας ταχτικός στρατός. Κι αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας για την έκδοση μιας κοινής εφημερίδας, μια τέτοια δουλειά θα προετοιμάσει και θα αναδείξει όχι μόνο τους πιο ικανούς προπαγανδιστές, αλλά και τους πιο επιδέξιους οργανωτές, τους πιο προικισμένους πολιτικούς ηγέτες του κόμματος, που θα είναι ικανοί να δώσουν, στην κατάλληλη στιγμή, το σύνθημα της αποφασιστικής μάχης και να τη διευθύνουν.
***
*Είναι αυτονόητο ότι οι πράκτορες αυτοί θα μπορέσουν να δουλέψουν με επιτυχία μόνο υπό τον όρο ότι θα βρίσκονται σε πολύ στενή επαφή με τις τοπικές επιτροπές (ομάδες, ομίλους) του κόμματός μας. Και γενικά όλο το σχέδιο που χαράξαμε δεν μπορεί, βέβαια, να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με την πιο ενεργό υποστήριξη των επιτροπών που πολλές φορές έκαναν βήματα προς την ενοποίηση του κόμματος και που - έχουμε την πεποίθηση - θα πετύχουν την ενοποίηση αυτή σήμερα - αύριο, με τη μια ή την άλλη μορφή.
Σημειώσεις:
1. Οι «πράχτορες» στους οποίους αναφέρεται ο Λένιν είναι αυτοί που είναι ταυτόχρονα ανταποκριτές της εφημερίδας όσο και διανεμητές της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου