ΕΙΔΗΣΕΙΣ
15/07 09:27 CET
«Αλέξανδρος εισήλθε νοσοκομείον». Με αυτό το σήμα ο επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο ταξίαρχος Μ. Γεωργίτσης ανήγγειλε στην ηγεσία της ελληνικής χούντας, το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, την έναρξη του πραξικοπήματος.
Το άκρως απόρρητο σήμα είναι ένα από τα ντοκουμέντα, που περιλαμβάνεται στο «Πόρισμα για τον Φάκελο της Κύπρου» της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Αλέξανδρος πάει καλά» ήταν η φράση που σήμαινε καλή εξέλιξη
«Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως» σήμαινε δυσμενή εξέλιξη.
Ο Μπονάνος υπογράμμισε ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν, γιατί υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι δεν επρόκειτο να επέμβει κανένας, διότι «υπήρχε κάλυψη». Δεν προσδιοριζόταν από ποιον είχε παρασχεθεί αυτή, αλλά αιωρούνταν ότι προερχόταν από τις ΗΠΑ. Η σύσκεψη της 2ας Ιουλίου 1974 τελείωσε με την εντολή Μπονάνου – Ιωαννίδη προς τους Γεωργίτση – Κομπόκη να έρθουν σε επαφή με τους επιτελείς τους για να καταρτίσουν το σχέδιο δράσης και να συζητήσουν τις λεπτομέρειες του πραξικοπήματος.
Οι χουντικοί συνωμότες στην Κύπρο τις επόμενες μέρες εξέφρασαν κάποιες «τεχνικές» επιφυλάξεις.
Οι φόβοι για την αποτυχία μεταφέρθηκαν στην Αθήνα στις 10 Ιουλίου, «πλην όμως η απάντηση ήταν ότι οι ενδοιασμοί και τα αιτήματα για αναβολή του πραξικοπήματος απερρίπτοντο.
Ηταν διαταγή του ΑΕΔ και της κυβέρνησης να προχωρήσουν στην εκτέλεση της απόφασης με μοναδική τροποποίηση του αρχικού σχεδίου τον περιορισμό της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) στην κατάληψη του αεροδρομίου Λευκωσίας και τη μετάθεση της ώρας εκδήλωσης στις 8.30 π.μ.
Ετσι ερρίφθη ο κύβος για τη διπλή προδοσία: το πραξικόπημα και την εισβολή των Τούρκων…
Ο ψυχρός πόλεμος ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Πριν από επτά μήνες περίπου πριν, από τις 25 Νοεμβρίου του 1973, στην Ελλάδα υπήρχε η Χούντα Β’ του Ιωαννίδη, η οποία με τη σειρά της είχε ανακηρύξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Φαίδωνα Γκιζίκη και είχε επιβάλει τη κυβέρνηση Α. Ανδρουτσόπουλου. Ο Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Σπ. Τετενές, παραιτήθηκε την 1 Ιουλίου 1974, τον διαδέχθηκε ο Κ. Κυπραίος.
Πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και υπουργός Εξωτερικών ο Τουράν Γκιουνές που τον αντικαθιστούσε ο τότε υπουργός Αμύνης Χασάν Ισίκ. Πρωθυπουργός της Αγγλίας ήταν ο Χάρολντ Ουίλσον και υπουργός Εξωτερικών ο Τζέιμς Κάλαχαν. Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον και υπουργός Εξωτερικών ο Χένρυ Κίσινγκερ με βοηθό του τον υφυπουργό Εξωτερικών Tζόσεφ Σίσκο. Πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα ήταν ο Χένρυ Τάσκα και της Κύπρου ο Ν. Κρανιδιώτης, της δε Ελλάδας στην Άγκυρα ο Δ. Κοσμαδόπουλος και στη Λευκωσία ο Ευστ. Λαγάκος. Τέλος Γ.Γ. του ΟΗΕ ήταν ο Κουρτ Βαλντχάιμ ο οποίος ένα μήνα πριν, (2 Ιουνίου), κατά τη μετάβασή του από ΗΠΑ προς Βηρυτό, στάθμευσε στην Αθήνα.
Την Εθνοφρουρά της Κύπρου στελέχωναν και περίπου 650 Έλληνες αξιωματικοί εκτός της ΕΛΔΥΚ. Ο Μακάριος στα τέλη Ιουνίου αποφάσισε να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με την Ελληνική χούντα και να θέσει τη Κυπριακή Εθνική Φρουρα κάτω από τον έλεγχο του.
Για αυτό το θέμα έστειλε επιστολή προς τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη με ημερομηνία 2 Ιουλίου 1974 και που του επιδόθηκε από τον τότε πρέσβη της Κύπρου στην Ελλάδα δύο ημέρες μετά. Τότε παραιτήθηκε ο υπεύθυνος κυπριακών υποθέσεων Ι. Τζούνης και ο υπουργός εξωτερικών. Επίσης αντίγραφο αυτού του μηνύματος επιδόθηκε στον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι καθώς και στον μέχρι πρότινος Βασιλέα Κωνσταντίνο στο Λονδίνο. Οι επιδόσεις αυτών είχαν γίνει ιδιοχείρως από τον τότε έμπιστο γραμματέα του Μακαρίου Χάρη Βωβίδη, (όπου μετέπειτα ανέλαβε γραμματεύς του Σπ. Κυπριανού), όπως ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε αργότερα σε κυπριακή εφημερίδα.
Ο τότε εκδότης Σάββας Κωνσταντόπουλος μετέβη μία εβδομάδα πριν το πραξικόπημα στη Κύπρο υπό την έγκριση των Γκιζίκη και Ανδρουτσόπουλου, ο ίδιος ήταν προσωπικά γνώριμος με τον Μακάριο. Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Κωνσταντόπουλος πήγε στην Κύπρο, για να αλλάξει τη γνώμη της κυπριακής κυβέρνησης σχετικά με το θέμα των αποχωρήσεων, γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονταν στις συνομιλίες που γίνονταν στην Οττάβα, (στα πλαίσια της εκεί τότε Διάσκεψης του ΝΑΤΟ, όπου είχαν μια τελευταία συνάντηση οι Τετενές και Γκιουνές). Ο Κωνσταντόπουλος είπε να φύγουν μόνο οι Έλληνες αξιωματικοί που δεν υπακούν την κυβέρνηση. Ο Μακάριος συμφώνησε και στην επόμενη συνάντηση παρέδωσε ένα κατάλογο 11 ονομάτων ανεπιθύμητων Ελλήνων αξιωματικών. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή δεν έγινε δεκτή από την Ελλάδα στις 13-7, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές το πραξικόπημα είχε ήδη δρομολογηθεί.
Ο Ιωαννίδης έκανε σχέδια ανατροπής του Μακαρίου από την Άνοιξη του 1974 αλλά η τελική απόφαση του πάρθηκε στις 2 Ιουλίου όταν έγινε φανερό ότι ο Μακάριος θα μείωνε στο μισό τον αριθμό των στρατιωτών της Εθνικής Φρουράς (απόφαση της Κυπριακής κυβέρνησης τη 1η Ιουλίου) μέχρι τις 20 Ιουλίου. Για τον εθνικιστή Ταξίαρχο η απώλεια του στρατιωτικού ελέγχου της Κύπρου από την Ελλάδα ήταν αδιανόητη καθ΄ην στιγμή η Τουρκία άρχισε να εντείνει την πίεση στο Αιγαίο. Επίσης ο Ιωαννίδης ανησυχούσε ότι ο Μακάριος θα ηγείτο του αντιχουντικού αγώνα με βάση την Κύπρο.
Σύμφωνα με το σχέδιο όπως αυτό είχε καταρτισθεί προέβλεπε σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, την ταχύτατη προσβολή του προεδρικού μεγάρου από δύο δυνάμεις τεθωρακισμένων, 600 συνολικά ανδρών, που θα έφθαναν και θα ενεργούσαν από δύο διαφορετικά σημεία αφού προηγουμένως είχαν εξουδετερώσει προσκείμενες στον Μακάριο δυνάμεις, όπως την προεδρική φρουρά και ένα ειδικό αστυνομικό σώμα.
Αμέσως μετά την επιδιωκόμενη δολοφονία του Μακαρίου τούτο θα δηλωνόταν αμέσως δια παντός πρόσφορου επικοινωνιακού μέσου όπου και θα ξεκίναγε η διαδικασία της έκτακτης πολιτικής αντικατάστασής του, με επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Κινήθηκαν δύο μηχανοκίνητες φάλαγγες με περίπου 40 άρματα και 20 οχήματα με αντίστοιχο στρατό για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού που ήταν η δολοφονία ενός ατόμου, του Προέδρου και ο κανονιοβολισμός του προεδρικού μεγάρου.
Εκείνη την ώρα τίποτε δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα στην Κύπρο. Ο Μακάριος με την συνοδεία του κατέρχονταν από τη θερινή κατοικία του, στο όρος Τρόοδος, όπου είχε περάσει το Σαββατοκύριακο, και διερχόμενος κοντά από το στρατόπεδο Κοκκινοστριμυθιά που ήταν το κύριο στρατόπεδο της Εθνοφρουράς και η βάση των τεθωρακισμένων, κατευθύνθηκε στη Λευκωσία, στο Προεδρικό Μέγαρο, στο οποίο και έφθασε περί τις 08:10.
Λίγο αργότερα στις 08:15, δύο ισχυρές φάλαγγες αρμάτων εξήλθαν στο οδικό δίκτυο, η μία από το στρατόπεδο Κοκκινοστριμυθιάς, που αποτελούταν από όλα τα άρματα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, περίπου 35 ρωσικής προέλευσης τύπου Τ-34, και με δύναμη 300 ανδρών, με κύριο σκοπό την εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς, (δύναμη 150 ανδρών), δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και η δεύτερη φάλαγγα από το στρατόπεδο Καποτά (Παλλουριώτισσα) με κάποια λίγα άρματα βρετανικής προέλευσης τύπου ΜΗ και 20 οχήματα που μετέφεραν μονάδα ΛΟΚ (32 ΜΚ και ένα λόχο της 31 ΜΚ) περίπου 300 ανδρών με σκοπό την εξουδετέρωση του αστυνομικού Εφεδρικού Σώματος που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου.
Στη συνέχεια οι δύο φάλαγγες θα συνέκλιναν και περικυκλώνοντας θα πυρπολούσαν κανονιοβολώντας το Μέγαρο της Προεδρίας. Τελικά οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος ήταν η 31η και η 33η μοίρες καταδρομών, η ύλη αρμάτων της 21ης επιλαρχίας μέσων αρμάτων και της 23ης επιλαρχίας αναγνώρισης , 2 τάγματα πεζικού από την Κερύνεια και 2 λόχοι της ΕΛΔΥΚ. Διοικητής των αρμάτων της 21ης ήταν ο επίλαρχος Κορκόντζελος, της 23ης ο αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, ενώ των καταδρομών ο ταγματάρχης Δαμασκηνός.
Ο Μακάριος φθάνοντας στο γραφείο του περί τις 08:15 δέχθηκε μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο που τον ανέμενε. Τη στιγμή της προσφώνησης εκ μέρους του συνοδού καθηγητή από χειρογράφου, ακούστηκαν υπόκωφοι κανονιοβολισμοί. Ο Μακάριος καθησυχάζοντας τον καθηγητή τον παρότρυνε να συνεχίσει. Όταν και πάλι ακούστηκαν δυνατότεροι οι κανονιοβολισμοί που προέρχονταν από το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, που υπερασπιζόταν ο ταγματάρχης Πανταζής και όλοι έδειχναν ανήσυχοι, ο Μακάριος επανέλαβε ατάραχος “συνέχισε παιδί μου”.
Τη στιγμή όμως εκείνη εισόρμησαν στην αίθουσα υποδοχής ο υπασπιστής του Μακαρίου με τον διοικητή της Προεδρικής Φρουράς, (ανιψιό του Μακαρίου) προειδοποιώντας τον για την επίθεση και παροτρύνοντάς τον να φύγει.
Στα λίγα λεπτά που ακολούθησαν ο Μακάριος με πολιτική περιβολή και φέροντας τραγιάσκα οδηγείται από τους συνοδούς του στην πίσω έξοδο ασφαλείας του μεγάρου, που παραμένει αφύλακτη και μέσα από ένα ξεροπόταμο φθάνει σε δημόσιο δρόμο. Τα δε παιδιά κυριολεκτικά είχαν φυγαδευτεί από την κυρία είσοδο του κτιρίου.
Την κρίσιμη στιγμή εκείνη και ενώ πίσω του βάλλεται και πυρπολείται το προεδρικό μέγαρο, φθάνει απόσπασμα του Εφεδρικού που σπεύδει να προστατέψει τον Μακάριο. Τελικά αστυνομικό όχημα ακολουθώντας αγροτικούς δρόμους μεταφέρει τον Πρόεδρο με ασφάλεια σε ένα μοναστήρι, στο όρος Τρόοδος. Εκεί ο Πρόεδρος ακούει τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που ήδη είχε περιέλθει στους πραξικοπηματίες, να επαναλαμβάνει το θάνατό του.
Στις 11:00 ο ταξίαρχος Γεωργίτσης ενημερώνει τον ομόβαθμό του Ιωαννίδη στον ειδικό θάλαμο επιχειρήσεων του τότε Πανταγώνου (στην Αθήνα), που παρακολουθεί την εξέλιξη μαζί με τους αρχηγούς των Όπλων ότι η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Μία ώρα αργότερα ενημερώνεται για τη διαφυγή του Μακάριου.
Στις 13:00 ο Μακάριος ακολουθώντας άλλη διαδρομή έφυγε από το Τρόοδος και φέροντας ράσα κατευθύνθηκε στην Πάφο, όπου και εισερχόμενος στον εκεί καθεδρικό ναό, μέσα από ένα πλήθος που παραληρούσε βλέποντάς τον, με γεμάτη πάθος φωνή αναγγέλλει προ του μικροφώνου του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού:
«Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν…»
Το μήνυμα αυτό αν και δεν ακούγονταν δυνατά λόγω της περιορισμένης εμβέλειας του ραδιοφωνικού σταθμού, έγινε αμέσως γνωστό από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τελ Αβίβ που το είχε λάβει και με τον ισχυρό πομπό του άρχισε ν΄ αναμεταδίδει προς όλο τον κόσμο το φορτισμένο εκείνο μήνυμα, διακόπτοντας συνεχώς τη ροή του προγράμματός του, για να αναγγείλει ότι ο Μακάριος ζει.
Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες στη Κύπρο, μη έχοντας πιθανώς γνωστά τα τεκταινόμενα στη Πάφο, δεδομένου ότι είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές συνδέσεις, παραβλέποντας τον εκ του συντάγματος νόμιμο διάδοχο στη θέση του προέδρου που ήταν ο τότε πρόεδρος της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκος Κληρίδης, επιλέγουν (και συγκεκριμένα ο Συνταγματάρχης Καταδρομών Κομπόκης, αφού προηγουμένως αποτάνθηκε μάταια σε κάποια άλλα πρόσωπα) τον δημοσιογράφο και βουλευτή τότε Νικόλαο Σαμψών.
Λίγη ώρα μετά, ο Ν. Σαμψών ορκίζεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου, εκφωνεί και το διάγγελμα επί την ανάληψη των καθηκόντων του κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο, χωρίς όμως να προβεί σε διάλυση της Βουλής, ή σε δίωξη πολιτικών προσώπων. Στη θέση αυτή θα παραμείνει για οκτώ ημέρες. Στη τελετή ορκωμοσίας του χοροστάτησε ο καθαιρεθείς πριν ένα χρόνο, επίσκοπος Γεννάδιος (πρώην Πάφου), ο οποίος και ορίστηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Σημειώνεται ότι ο επίσκοπος Γεννάδιος μαζί με τους επισκόπους Ανθέμιο, (πρώην Κιτίου) και Κυπριανό, (πρώην Κερύνειας), είχαν προκαλέσει Συνοδικό πραξικόπημα το 1973, τους οποίους στη συνέχεια καθαίρεσε ο Μακάριος προκαλώντας Μείζονα Σύνοδο, στην οποία αν και προσκλήθηκαν η Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρευρέθησαν.
Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες.
___________________
Πηγές: Εφημερίδες “Φιλελεύθερος” – “Έθνος” http://gr.euronews.com/
15/07 09:27 CET
«Αλέξανδρος εισήλθε νοσοκομείον». Με αυτό το σήμα ο επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο ταξίαρχος Μ. Γεωργίτσης ανήγγειλε στην ηγεσία της ελληνικής χούντας, το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, την έναρξη του πραξικοπήματος.
Το άκρως απόρρητο σήμα είναι ένα από τα ντοκουμέντα, που περιλαμβάνεται στο «Πόρισμα για τον Φάκελο της Κύπρου» της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στα γνωστά έως σήμερα ότι το πραξικόπημα αποφασίστηκε από τους Γκιζίκη («πρόεδρος»), Ανδρουτσόπουλο («πρωθυπουργός»), Μπονάνο (αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων) και Δ. Ιωαννίδη (αρχηγός της νοεμβριανής χούντας), με εισήγηση του τελευταίου, που ζητούσε «το κεφάλι του Μούσκου (Μακαρίου)», τεκμηριώνεται με κείμενα και μαρτυρίες ότι για το πραξικόπημα:
Είχαν προηγηθεί επανειλημμένες διαβουλεύσεις των ηγετών της χούντας ήδη από τον Φεβρουάριο του 1974. Η οριστική απόφαση πάρθηκε το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου 1974.
Η πραξικοπηματική διαδικασία άρχισε τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου. Προσδιορίστηκε καταρχήν η 15η Ιουλίου ως η ημερομηνία εκδήλωσης και ορίστηκαν οι αρχηγοί (Μ. Γεωργίτσης, διοικητής της Ανώτερης Τακτικής Δύναμης της Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο και συνταγματάρχης Κ. Κομπόκης, διοικητής των Δυνάμεων Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς).
Η τελική σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουλίου στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Συμμετείχαν οι Ιωαννίδης, Μπονάνος, Γεωργίτσης, Κομπόκης και Π. Παπαδάκης (υποστράτηγος διοικητής της Μεραρχίας του Εβρου, πρώην αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο). Ο Μπονάνος ενημέρωσε τότε για την απόφαση ανατροπής του Μακαρίου, η οποία πάρθηκε από τη στρατιωτική ηγεσία και την κυβέρνηση, όπως είπε. Επαναβεβαιώθηκε ο καθορισμός της 15ης Ιουλίου, η αρχηγία του πραξικοπήματος και ορίστηκε η ακριβής ώρα (7.30 π.μ.).
Στην ίδια σύσκεψη ορίστηκαν και οι συνθηματικές εκφράσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν:
«Αλέξανδρος εισήχθη νοσοκομείον» για την έναρξη του πραξικοπήματος.«Αλέξανδρος πάει καλά» ήταν η φράση που σήμαινε καλή εξέλιξη
«Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως» σήμαινε δυσμενή εξέλιξη.
Ο Μπονάνος υπογράμμισε ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν, γιατί υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι δεν επρόκειτο να επέμβει κανένας, διότι «υπήρχε κάλυψη». Δεν προσδιοριζόταν από ποιον είχε παρασχεθεί αυτή, αλλά αιωρούνταν ότι προερχόταν από τις ΗΠΑ. Η σύσκεψη της 2ας Ιουλίου 1974 τελείωσε με την εντολή Μπονάνου – Ιωαννίδη προς τους Γεωργίτση – Κομπόκη να έρθουν σε επαφή με τους επιτελείς τους για να καταρτίσουν το σχέδιο δράσης και να συζητήσουν τις λεπτομέρειες του πραξικοπήματος.
Οι χουντικοί συνωμότες στην Κύπρο τις επόμενες μέρες εξέφρασαν κάποιες «τεχνικές» επιφυλάξεις.
Οι φόβοι για την αποτυχία μεταφέρθηκαν στην Αθήνα στις 10 Ιουλίου, «πλην όμως η απάντηση ήταν ότι οι ενδοιασμοί και τα αιτήματα για αναβολή του πραξικοπήματος απερρίπτοντο.
Ηταν διαταγή του ΑΕΔ και της κυβέρνησης να προχωρήσουν στην εκτέλεση της απόφασης με μοναδική τροποποίηση του αρχικού σχεδίου τον περιορισμό της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) στην κατάληψη του αεροδρομίου Λευκωσίας και τη μετάθεση της ώρας εκδήλωσης στις 8.30 π.μ.
Ετσι ερρίφθη ο κύβος για τη διπλή προδοσία: το πραξικόπημα και την εισβολή των Τούρκων…
Ιστορικό πλαίσιο
Πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και υπουργός Εξωτερικών ο Τουράν Γκιουνές που τον αντικαθιστούσε ο τότε υπουργός Αμύνης Χασάν Ισίκ. Πρωθυπουργός της Αγγλίας ήταν ο Χάρολντ Ουίλσον και υπουργός Εξωτερικών ο Τζέιμς Κάλαχαν. Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον και υπουργός Εξωτερικών ο Χένρυ Κίσινγκερ με βοηθό του τον υφυπουργό Εξωτερικών Tζόσεφ Σίσκο. Πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα ήταν ο Χένρυ Τάσκα και της Κύπρου ο Ν. Κρανιδιώτης, της δε Ελλάδας στην Άγκυρα ο Δ. Κοσμαδόπουλος και στη Λευκωσία ο Ευστ. Λαγάκος. Τέλος Γ.Γ. του ΟΗΕ ήταν ο Κουρτ Βαλντχάιμ ο οποίος ένα μήνα πριν, (2 Ιουνίου), κατά τη μετάβασή του από ΗΠΑ προς Βηρυτό, στάθμευσε στην Αθήνα.
Την Εθνοφρουρά της Κύπρου στελέχωναν και περίπου 650 Έλληνες αξιωματικοί εκτός της ΕΛΔΥΚ. Ο Μακάριος στα τέλη Ιουνίου αποφάσισε να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με την Ελληνική χούντα και να θέσει τη Κυπριακή Εθνική Φρουρα κάτω από τον έλεγχο του.
Για αυτό το θέμα έστειλε επιστολή προς τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη με ημερομηνία 2 Ιουλίου 1974 και που του επιδόθηκε από τον τότε πρέσβη της Κύπρου στην Ελλάδα δύο ημέρες μετά. Τότε παραιτήθηκε ο υπεύθυνος κυπριακών υποθέσεων Ι. Τζούνης και ο υπουργός εξωτερικών. Επίσης αντίγραφο αυτού του μηνύματος επιδόθηκε στον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι καθώς και στον μέχρι πρότινος Βασιλέα Κωνσταντίνο στο Λονδίνο. Οι επιδόσεις αυτών είχαν γίνει ιδιοχείρως από τον τότε έμπιστο γραμματέα του Μακαρίου Χάρη Βωβίδη, (όπου μετέπειτα ανέλαβε γραμματεύς του Σπ. Κυπριανού), όπως ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε αργότερα σε κυπριακή εφημερίδα.
Ο τότε εκδότης Σάββας Κωνσταντόπουλος μετέβη μία εβδομάδα πριν το πραξικόπημα στη Κύπρο υπό την έγκριση των Γκιζίκη και Ανδρουτσόπουλου, ο ίδιος ήταν προσωπικά γνώριμος με τον Μακάριο. Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Κωνσταντόπουλος πήγε στην Κύπρο, για να αλλάξει τη γνώμη της κυπριακής κυβέρνησης σχετικά με το θέμα των αποχωρήσεων, γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονταν στις συνομιλίες που γίνονταν στην Οττάβα, (στα πλαίσια της εκεί τότε Διάσκεψης του ΝΑΤΟ, όπου είχαν μια τελευταία συνάντηση οι Τετενές και Γκιουνές). Ο Κωνσταντόπουλος είπε να φύγουν μόνο οι Έλληνες αξιωματικοί που δεν υπακούν την κυβέρνηση. Ο Μακάριος συμφώνησε και στην επόμενη συνάντηση παρέδωσε ένα κατάλογο 11 ονομάτων ανεπιθύμητων Ελλήνων αξιωματικών. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή δεν έγινε δεκτή από την Ελλάδα στις 13-7, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές το πραξικόπημα είχε ήδη δρομολογηθεί.
Ο Ιωαννίδης έκανε σχέδια ανατροπής του Μακαρίου από την Άνοιξη του 1974 αλλά η τελική απόφαση του πάρθηκε στις 2 Ιουλίου όταν έγινε φανερό ότι ο Μακάριος θα μείωνε στο μισό τον αριθμό των στρατιωτών της Εθνικής Φρουράς (απόφαση της Κυπριακής κυβέρνησης τη 1η Ιουλίου) μέχρι τις 20 Ιουλίου. Για τον εθνικιστή Ταξίαρχο η απώλεια του στρατιωτικού ελέγχου της Κύπρου από την Ελλάδα ήταν αδιανόητη καθ΄ην στιγμή η Τουρκία άρχισε να εντείνει την πίεση στο Αιγαίο. Επίσης ο Ιωαννίδης ανησυχούσε ότι ο Μακάριος θα ηγείτο του αντιχουντικού αγώνα με βάση την Κύπρο.
Σχέδιο επιχείρησης
Σύμφωνα με το σχέδιο όπως αυτό είχε καταρτισθεί προέβλεπε σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, την ταχύτατη προσβολή του προεδρικού μεγάρου από δύο δυνάμεις τεθωρακισμένων, 600 συνολικά ανδρών, που θα έφθαναν και θα ενεργούσαν από δύο διαφορετικά σημεία αφού προηγουμένως είχαν εξουδετερώσει προσκείμενες στον Μακάριο δυνάμεις, όπως την προεδρική φρουρά και ένα ειδικό αστυνομικό σώμα.
Αμέσως μετά την επιδιωκόμενη δολοφονία του Μακαρίου τούτο θα δηλωνόταν αμέσως δια παντός πρόσφορου επικοινωνιακού μέσου όπου και θα ξεκίναγε η διαδικασία της έκτακτης πολιτικής αντικατάστασής του, με επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Κινήθηκαν δύο μηχανοκίνητες φάλαγγες με περίπου 40 άρματα και 20 οχήματα με αντίστοιχο στρατό για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού που ήταν η δολοφονία ενός ατόμου, του Προέδρου και ο κανονιοβολισμός του προεδρικού μεγάρου.
Εκείνη την ώρα τίποτε δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα στην Κύπρο. Ο Μακάριος με την συνοδεία του κατέρχονταν από τη θερινή κατοικία του, στο όρος Τρόοδος, όπου είχε περάσει το Σαββατοκύριακο, και διερχόμενος κοντά από το στρατόπεδο Κοκκινοστριμυθιά που ήταν το κύριο στρατόπεδο της Εθνοφρουράς και η βάση των τεθωρακισμένων, κατευθύνθηκε στη Λευκωσία, στο Προεδρικό Μέγαρο, στο οποίο και έφθασε περί τις 08:10.
Λίγο αργότερα στις 08:15, δύο ισχυρές φάλαγγες αρμάτων εξήλθαν στο οδικό δίκτυο, η μία από το στρατόπεδο Κοκκινοστριμυθιάς, που αποτελούταν από όλα τα άρματα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, περίπου 35 ρωσικής προέλευσης τύπου Τ-34, και με δύναμη 300 ανδρών, με κύριο σκοπό την εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς, (δύναμη 150 ανδρών), δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και η δεύτερη φάλαγγα από το στρατόπεδο Καποτά (Παλλουριώτισσα) με κάποια λίγα άρματα βρετανικής προέλευσης τύπου ΜΗ και 20 οχήματα που μετέφεραν μονάδα ΛΟΚ (32 ΜΚ και ένα λόχο της 31 ΜΚ) περίπου 300 ανδρών με σκοπό την εξουδετέρωση του αστυνομικού Εφεδρικού Σώματος που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου.
Στη συνέχεια οι δύο φάλαγγες θα συνέκλιναν και περικυκλώνοντας θα πυρπολούσαν κανονιοβολώντας το Μέγαρο της Προεδρίας. Τελικά οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος ήταν η 31η και η 33η μοίρες καταδρομών, η ύλη αρμάτων της 21ης επιλαρχίας μέσων αρμάτων και της 23ης επιλαρχίας αναγνώρισης , 2 τάγματα πεζικού από την Κερύνεια και 2 λόχοι της ΕΛΔΥΚ. Διοικητής των αρμάτων της 21ης ήταν ο επίλαρχος Κορκόντζελος, της 23ης ο αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, ενώ των καταδρομών ο ταγματάρχης Δαμασκηνός.
Ο Μακάριος φθάνοντας στο γραφείο του περί τις 08:15 δέχθηκε μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο που τον ανέμενε. Τη στιγμή της προσφώνησης εκ μέρους του συνοδού καθηγητή από χειρογράφου, ακούστηκαν υπόκωφοι κανονιοβολισμοί. Ο Μακάριος καθησυχάζοντας τον καθηγητή τον παρότρυνε να συνεχίσει. Όταν και πάλι ακούστηκαν δυνατότεροι οι κανονιοβολισμοί που προέρχονταν από το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, που υπερασπιζόταν ο ταγματάρχης Πανταζής και όλοι έδειχναν ανήσυχοι, ο Μακάριος επανέλαβε ατάραχος “συνέχισε παιδί μου”.
Τη στιγμή όμως εκείνη εισόρμησαν στην αίθουσα υποδοχής ο υπασπιστής του Μακαρίου με τον διοικητή της Προεδρικής Φρουράς, (ανιψιό του Μακαρίου) προειδοποιώντας τον για την επίθεση και παροτρύνοντάς τον να φύγει.
Στα λίγα λεπτά που ακολούθησαν ο Μακάριος με πολιτική περιβολή και φέροντας τραγιάσκα οδηγείται από τους συνοδούς του στην πίσω έξοδο ασφαλείας του μεγάρου, που παραμένει αφύλακτη και μέσα από ένα ξεροπόταμο φθάνει σε δημόσιο δρόμο. Τα δε παιδιά κυριολεκτικά είχαν φυγαδευτεί από την κυρία είσοδο του κτιρίου.
Την κρίσιμη στιγμή εκείνη και ενώ πίσω του βάλλεται και πυρπολείται το προεδρικό μέγαρο, φθάνει απόσπασμα του Εφεδρικού που σπεύδει να προστατέψει τον Μακάριο. Τελικά αστυνομικό όχημα ακολουθώντας αγροτικούς δρόμους μεταφέρει τον Πρόεδρο με ασφάλεια σε ένα μοναστήρι, στο όρος Τρόοδος. Εκεί ο Πρόεδρος ακούει τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που ήδη είχε περιέλθει στους πραξικοπηματίες, να επαναλαμβάνει το θάνατό του.
Στις 11:00 ο ταξίαρχος Γεωργίτσης ενημερώνει τον ομόβαθμό του Ιωαννίδη στον ειδικό θάλαμο επιχειρήσεων του τότε Πανταγώνου (στην Αθήνα), που παρακολουθεί την εξέλιξη μαζί με τους αρχηγούς των Όπλων ότι η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Μία ώρα αργότερα ενημερώνεται για τη διαφυγή του Μακάριου.
Στις 13:00 ο Μακάριος ακολουθώντας άλλη διαδρομή έφυγε από το Τρόοδος και φέροντας ράσα κατευθύνθηκε στην Πάφο, όπου και εισερχόμενος στον εκεί καθεδρικό ναό, μέσα από ένα πλήθος που παραληρούσε βλέποντάς τον, με γεμάτη πάθος φωνή αναγγέλλει προ του μικροφώνου του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού:
«Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν…»
Το μήνυμα αυτό αν και δεν ακούγονταν δυνατά λόγω της περιορισμένης εμβέλειας του ραδιοφωνικού σταθμού, έγινε αμέσως γνωστό από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τελ Αβίβ που το είχε λάβει και με τον ισχυρό πομπό του άρχισε ν΄ αναμεταδίδει προς όλο τον κόσμο το φορτισμένο εκείνο μήνυμα, διακόπτοντας συνεχώς τη ροή του προγράμματός του, για να αναγγείλει ότι ο Μακάριος ζει.
Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες στη Κύπρο, μη έχοντας πιθανώς γνωστά τα τεκταινόμενα στη Πάφο, δεδομένου ότι είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές συνδέσεις, παραβλέποντας τον εκ του συντάγματος νόμιμο διάδοχο στη θέση του προέδρου που ήταν ο τότε πρόεδρος της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκος Κληρίδης, επιλέγουν (και συγκεκριμένα ο Συνταγματάρχης Καταδρομών Κομπόκης, αφού προηγουμένως αποτάνθηκε μάταια σε κάποια άλλα πρόσωπα) τον δημοσιογράφο και βουλευτή τότε Νικόλαο Σαμψών.
Λίγη ώρα μετά, ο Ν. Σαμψών ορκίζεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου, εκφωνεί και το διάγγελμα επί την ανάληψη των καθηκόντων του κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο, χωρίς όμως να προβεί σε διάλυση της Βουλής, ή σε δίωξη πολιτικών προσώπων. Στη θέση αυτή θα παραμείνει για οκτώ ημέρες. Στη τελετή ορκωμοσίας του χοροστάτησε ο καθαιρεθείς πριν ένα χρόνο, επίσκοπος Γεννάδιος (πρώην Πάφου), ο οποίος και ορίστηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Σημειώνεται ότι ο επίσκοπος Γεννάδιος μαζί με τους επισκόπους Ανθέμιο, (πρώην Κιτίου) και Κυπριανό, (πρώην Κερύνειας), είχαν προκαλέσει Συνοδικό πραξικόπημα το 1973, τους οποίους στη συνέχεια καθαίρεσε ο Μακάριος προκαλώντας Μείζονα Σύνοδο, στην οποία αν και προσκλήθηκαν η Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρευρέθησαν.
Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες.
___________________
Πηγές: Εφημερίδες “Φιλελεύθερος” – “Έθνος” http://gr.euronews.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου