Του Σωτήρη Βανδώρου
Η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση που διερχόμαστε δεν θα μπορούσε να αφήσει αλώβητες τις επιχειρήσεις των μέσων ενημέρωσης. Ίσα-ίσα ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει σαρωτικές συνέπειες σε μια αγορά που παρουσίαζε πολύ σοβαρές στρεβλώσεις. Κατά κάποιον τρόπο, μολονότι πολλά μέσα ή και ολόκληροι όμιλοι έκλεισαν, έγινε πλήθος απολύσεων και συρρικνώθηκε σημαντικά το παραγόμενο δημοσιογραφικό και ψυχαγωγικό προϊόν, είναι απορίας άξιον πώς εξακολουθούν να επιβιώνουν τόσα μέσα. Η εξέταση της κρίσης στο χώρο αυτό είναι άκρως διδακτική στο μέτρο που συνιστά μικρογραφία μιας γενικότερης κατάστασης, άλλα έχει επιπλέον ορισμένες ιδιαιτερότητες – αφενός το γεγονός ότι σχετίζεται με το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης, αφετέρου, και σε συνάφεια με το προηγούμενο, το γεγονός ότι η λειτουργία του συνάπτεται ευθέως με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εδώ τίθεται βεβαίως και το ερώτημα εάν και πώς η συνθήκη που κλυδωνίζει τα ίδια τα ΜΜΕ τα επηρεάζει ουσιωδώς ως προς τη σύλληψη, την ανάλυση και την παρουσίασή της.
Στη συλλογή επιστημονικών μελετών Η κρίση και τα ΜΜΕ σε επιμέλεια του καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Πλειού περιέχεται ένα ενδιαφέρον σώμα γνώσης και ανάλυσης στην οποία θίγονται όλα τα βασικά ζητήματα και, μολονότι ορισμένα συμπεράσματα είναι αναμενόμενα, η τεκμηρίωσή τους μας κάνει να εκπλησσόμαστε ως προς την έκταση ορισμένων παθογενειών οι οποίες διατηρούνταν (αν δεν επιτείνονταν) επί μακρόν. Εδώ δεν θα αναφερθούμε σε όλες τις μελέτες (έντεκα στο σύνολο), αλλά θα περιοριστούμε κυρίως στα θεμελιώδη θέματα που ήδη θίξαμε.
Η «χρυσή εποχή» των ΜΜΕ
Ο Νίκος Λέανδρος, εστιάζοντας στα οικονομικά αποτελέσματα των οκτώ μεγαλύτερων ομίλων και επιχειρήσεων ΜΜΕ από το 2004 μέχρι και το 2010, παρέχει μια συνολικότερη εικόνα της ανάπτυξης του πεδίου στην Ελλάδα, θεωρώντας ουσιαστικά πώς υπήρχε μια 25ετής περίοδος –από τις αρχές της δεκαετίες του ’80 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 2000– που μπορεί να θεωρηθεί ως «χρυσή εποχή». Βέβαια, εκ των υστέρων, αυτός ο χαρακτηρισμός εμπεριέχει κι έναν ειρωνικό τόνο. Τη δεκαετία του ’80 έχουμε ουσιαστικά τη μετάβαση από την προγενέστερη κατάσταση κατά την οποία οι μεγάλοι εκδότες είχαν μακρά παράδοση στο χώρο χωρίς παράλληλες επιχειρηματικές δραστηριότητες σε μια νέα κατά την οποία εισέρχονται στον κλάδο επιχειρηματίες από τις κατασκευές, τη βιομηχανία και τη ναυτιλία. Είναι ταυτόχρονα μια περίοδος που τεχνολογικές εξελίξεις επιφέρουν μείωση του κόστους, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις. Σταδιακά συγκροτούνται ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις που επεκτείνονται σε όλο το φάσμα των σχετικών με τον Τύπο δραστηριοτήτων –εισαγωγή κι εμπορία δημοσιογραφικού χάρτου, εκτυπώσεις, διανομή εντύπων κτλ.– αλλά και σε άλλους κλάδους όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι τουριστικές υπηρεσίες.
Η συνταγή της καταστροφής: συσσώρευση ανορθολογικών πρακτικών
οι οποίες συνδέονται πρωτίστως με τη διαπλοκή με τους εκάστοτε κυβερνώντες
Η πολιτική εξουσία ενίσχυσε ποικιλοτρόπως τις επιχειρήσεις – με ευνοϊκές φορολογικές κι άλλες ρυθμίσεις, επιχορηγήσεις, κρατική διαφήμιση, αναθέσεις δημοσίων έργων και κρατικών προμηθειών στις ιδιοκτησίες τους, και ίσως το σημαντικότερο: με το να αφήσει εν πολλοίς αρρύθμιστο το ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, ενθαρρύνοντας έτσι καταστάσεις ασυδοσίας. Αυτά όλα ήρθαν να συνδυαστούν τη δεκαετία του ΄90 με τον εύκολο τραπεζικό δανεισμό και την άντληση κεφαλαίων από την κούρσα του χρηματιστηρίου δημιουργώντας συνθήκες κερδοφορίας –είτε των ίδιων των μέσων είτε των παράλληλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ιδιοκτητών τους– και υπερεπέκτασης. Να λοιπόν η συνταγή της καταστροφής: συσσώρευση ανορθολογικών πρακτικών οι οποίες συνδέονται πρωτίστως με τη διαπλοκή με τους εκάστοτε κυβερνώντες και την ψευδαίσθηση ότι αυτές μπορούν να αναπαράγονται στο διηνεκές, φορτώνοντας ουσιαστικά σημαντικό τμήμα του κόστους στους φορολογούμενους. Έτσι, οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ εμφανίζονται απροετοίμαστες όταν ξεσπά η κρίση, οπότε ταυτόχρονα κι απότομα κλείνουν οι στρόφιγγες του χρήματος: οι τράπεζες σταματούν το δανεισμό, η διαφήμιση καταρρέει, οι κρατικοί πόροι ελαχιστοποιούνται, η ζήτηση μειώνεται δραματικά. Σημαντική εν προκειμένω είναι η εκτίμηση του Λέανδρου ότι η αγορά των media βρέθηκε ακόμη πιο εκτεθειμένη σ’ αυτή τη συνθήκη, επειδή κατά βάση δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστικός σχεδιασμός και προγραμματισμός στην κατεύθυνση της παραγωγής συγκριτικού πλεονεκτήματος και διαφοροποίησης των προϊόντων τους, ούτε επένδυση στην ποιότητα, κάτι που θα σήμαινε μεταξύ άλλων δαπάνες στην συνεχή εκπαίδευση του προσωπικού και ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων κ.ο.κ. Θα προσθέταμε εδώ κάτι ακόμη χειρότερο που αφορά τα έντυπα μέσα και ιδίως τις εφημερίδες: το πώς αντί να αναβαθμίσουν το δημοσιογραφικό τους περιεχόμενο στράφηκαν στις άσχετες με αυτό «προσφορές» απαξιώνοντάς το έτσι στη συνείδηση του κοινού.
Κατάρρευση του πολιτισμικού μοντέλου
Εάν υποθέσουμε ότι οι όροι λειτουργίας στην εποχή της ψευδεπίγραφης ευημερίας έχουν αρθεί ανεπιστρεπτί, τότε μοναδική λύση για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των επιχειρήσεων είναι η επαναθεμελίωσή τους με όρους υγιούς επιχειρηματικότητας (κι ας μην ταράζει ο όρος όσους σκέφτονται τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε σχέση με το δημόσιο χαρακτήρα του αγαθού της ενημέρωσης). Εδώ μπορεί κανείς να προβληματιστεί –και το κάνει στη δική του μελέτη ο Μανώλης Χαιρετάκης (ο οποίος επίσης καταπιάνεται με τις στρεβλώσεις του τοπίου που απορρέουν από τις συνθήκες διαπλοκής και ομογενοποίησης του προϊόντος των media)– για το πώς ακριβώς θα τοποθετηθούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οι επιχειρήσεις του κλάδου σε σχέση με την κατάρρευση του πολιτισμικού μοντέλου και των συμβολικών συνδηλώσεων που συνάπτονται με αυτό και που οι ίδιες προώθησαν: δηλαδή πώς η εντελώς αναντίστοιχη με τη ζοφερή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία σήμερα κουλτούρα της μαζικής ψυχαγωγίας και του life style θα γίνει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης.
Η οπτική των κύριων μέσων συντονίζεται με την οπτική των ελίτ
Στο δικό του κείμενο, ο Γιώργος Πλειός μεταξύ άλλων καταπιάνεται με τον τρόπο παρουσίασης της ελληνικής/ευρωπαϊκής κρίσης στον ευρωπαϊκό Τύπο, βάσει πορισμάτων σχετικών εμπειρικών ερευνών. Συμπεραίνει ότι η γενική τάση είναι να συντονίζεται η οπτική των κύριων μέσων με την οπτική των ελίτ. Αυτό σημαίνει ότι προσεγγίζεται πρωτίστως ως δημοσιονομική και χρηματοοικονομική, χωρίς κριτική στάση επί των ασκούμενων πολιτικών, ως κρίση «εθνική», κατά περίπτωση, κι όχι ως πανευρωπαϊκή, ότι αναζητούνται ερμηνείες της κρίσης πρωτίστως σε πολιτισμικούς παράγοντες ενεργοποιώντας και τα σχετικά στερεότυπα και δευτερευόντως σε οικονομικούς και πολιτικούς, οι λύσεις που προτείνονται έχουν οικονομικό χαρακτήρα, χωρίς να αναδεικνύουν επαρκώς την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μέσο αντιμετώπισης της κρίσης, αλλά ακόμη κι όταν γίνεται αναφορά σε αυτήν κατανοείται στενά με όρους κοινής δημοσιονομικής πολιτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου